Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.
Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.
Είναι η γλώσσα των Θεών.
«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Κικέρων)
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (90)
1) Πώς προήλθαν το μάτσο και το μπράτσο;
2) προσιτός και αμαξιτός: Τι σημαίνουν;
3) επιρρ. ακράδαντα. Πώς ετυμολογείται;
4) ρ. χαϊδεύω. Πώς προέκυψε η λέξις;
5) επιθ. χλωμός. Η πρώτη κυριολεκτική και μεταφορική σημασία της.
6) άξεστος, αγροίκος. Ίδιο νόημα, άλλη όμως εικόνα.
7) αμετάκλητος. Τα συνθετικά του επιθ.
8) Λέγεται και Όπις (η) η αρχαιοελληνική Νέμεσις. Γιατί;
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (89) ΕΔΩ .
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.
1) μπράτσο (το): ιταλικό αντιδάνειο εκ του αρχαιοελληνικού βραχίων (ο). μάτσο (το): εκ του αγγλικού much(= πολλά) (money.) = δεσμίδα συνήθως χρημάτων.
2) επιθ. προσιτός (ο) < προς+ ιτός (αρχ.ελλ. ίω, πρδ. ¨ίτε παίδες Ελλήνων¨ = πάω) = προσεγγίσιμος. αμαξιτός (δρόμος) = ο προσεγγίσιμος δι’ αμάξης.
3) (επιρρ.) ακράδαντα < ά(νευ) + κραδαίνω (πρδ. καρδία) = αδιάσειστα.
4) χαιδεύω < πρβ. ανα+δεύω (= ανακατεύω.)
5) χλωμός < κλωμός = ¨κομμένος,¨ (πρβ. χλόη (= κάτι το κομμένο, κοντό) , κλάδος και κλάσμα και κοντός.)
6) άξεστος < α+ ρ. ξέω, ξύνω = ο ακαλλιέργητος, ανεπεξέργαστος. Αγροίκος < αγρός+ οικώ = ο διαμένων στην ύπαιθρο και ουχί εις το άστυ, την πόλι και άρα ακοινώνητος, απολίτιστος.
7) επιθ. αμετάκλητος (ο): < α+ μετά+ καλώ = ο μη μετακαλούμενος, ανακαλούμενος, το που δεν επιστρέφεται πίσω.
8) Όπις (η) πρβ. Όπισθεν, = η ¨πισινή,¨ η επερχομένη στο τέλος επί των αδίκων τιμωρία των αρχαίων Ελλήνων θεών.
1 σχόλιο:
2) "ΠΡΟΣΙΤΟΣ" αυτός που είναι προ+ οίκων, δηλαδή εύκολα προσβάσιμος
ΑΜΑΞΙ(/Ο)ΤΟΣ Ο δρόμος που μπορεί να διαβεί η άμαξα (παλαιότερα), ή το
αμάξι
3) Α(στερητικό)+ κραδαίνω (κουνάω) αδειάσειστος/ακούνητος αυτό που είναι τόσο στιβαρό (τεκμηριωμένο) που δεν κουνιέται (δηλ.δεν καταρρίπτεται ως επιχείρημα)
6) Αξεστος = άκομψος, τραχύς, δύσμορφος Αγροίκος= με τη σκληράδα/αγριάδα/χοντροκοπιά (λόγω τόπου διαμονής,και τρόπου διαβίωσης) του αγρότη, άλλως πως "χωριάτης". Και τα 2 αναφέρονται σε άκομψους τρόπους συμπεριφοράς, το πρώτο είναι πιό εικονογραφικό θα έλεγα περιγράφει την όψη/φάτσα, το δεύτερο περιγράφει χαρακτήρα
7) Α (στερητικό) + μετά (χρονικό επίρρημα) + καλώ =Αυτός που δεν μπορείς ν'ανακαλέσεις-οριστικό-τελεσίδικο
8) Δεν το ξέρω, οπότε θα αστειευτώ χονδροειδώς "γιατί μετά την επίσκεψη της Νεμέσεων θα σου γίνει η Οπή μαύρη τρύπα από αυτά που θα πάθεις"
ΞΕΝΟΔΟΧΩΦ
Δημοσίευση σχολίου