Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.
Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.
Είναι η γλώσσα των Θεών.
«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Κικέρων)
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (166)
1) ¨ έθεσε τινα εκποδών¨ λέγεται λογίως. ¨εκποδών¨ δηλαδή;
2) Grande: ελληνικά κι αυτό.
3) επιθ. προπετής (ο,η): τα συνθετικά και η ερμηνεία του.
4) ουσ. εμπαιγμός και συμπαιγνία. Ποια η διαφορά;
5) Τι σχέσι έχει το ¨φώς¨ με το ¨φαλλός;¨
6) Το αρχ. επιρ. ¨άγαν¨ (πρβ. το δελφικόν ¨μηδέν άγαν¨ ) ερμηνεύεται ¨μ-αγικά¨ αν βάλεις εμπρός του ένα σύμφωνο…
7) ουσ. φάσις (η) : το ρήμα προελεύσεως.
8) κούτσουρο. Η τουρκική ετυμολογική του προέλευσι.
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (165) ΕΔΩ.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις τουτ Λεξιθήρος:
1) εκποδών = εκτός ποδών, έξω από τα πόδια το εμπόδιο. (αρχ. ον. εν. πούς, γεν. ποδός.)
2) Γρανίτης, ο εκ γρανίτου, σκληρός, αναλλοίωτος, για!
3) προπετής < προ = πίπτω-πέφτω = ο παρεμβαλλόμενος (εις τους λόγους) ούτος όστις ¨πετάγεται¨ αυθαίρετα και πριν ολοκληρώση τον λόγο του ο άλλος διαλεγόμενός του.
4) εμπαιγμός < ρ. εμπαίζω < εν + παίζω = περιπαίζω, λοιδωρώ, κοροΙδεύω κάτι. Συμπααιγνία < συν + παίζω = ο από συμφώνου, ο ¨στημένος¨ εμπαιγμός τινος από κάποιους άλλους.
5) φώς < φάος, φαλλός < φαηλός < φως ήλιος (πρβ. εβρ. αρχάγγελος Ρα-φαήλ ήτοι ήλιος φως, Γ-α-βρ-ιήλ ήτοι μέγας ήλιος) ) αλληγορικώς ο ηλιακός φαλλός ο γονιμοποιών την μήτρα της ύλης-γαίας.
6) άγαν < μ-άγαν < άγω άνω (πρβ. μέγας, μάγος, μείζων, μεστός, λατ. Magnus κ.λ.π.) το πολύ και μεγάλο, το υπερβολικό.
7) φάσις < φάσκω (πρβ. καταφάσκω, κατάφασις, αντιφάσκω αντίφασι κ.λ.π.) φημί = το λεκτικώς περιγραφόμενο της στιγμής του ομιλούντος.
8) κούτσουρο < τουρκ. επιθ. κιουτσούκ (πρβ. ελλ. επιθ. κούτσικο - μικρούτσικο και κουτσός. (π.χ. ρωσοτουρκική συνθήκη Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774) = τόπος μικρών καρναγιών, μικροναυπηγείων.)
1 σχόλιο:
2)Νά'ναι άραγε από το "γιγάντιο";;
4) Εν(= μέσα) + παίγνιο= η πράξη κατά την οποία σε "παίζουν",δηλ. κορο'ι'δεύουν, χειραγωγούν.
Συν+ παίγνιο= η πράξη παραπλάνησης κατά την οποία συμπράττουν 2 ή περισσότεροι
στον εμπαιγμό τρίτου
Δημοσίευση σχολίου