Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Γράφει ο ΛεξιΘήΡ :
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (18)
1) Center for. Πώς εξελληνίζεται;
2) ποδόμακτρον, προσόψιον λέγονται αυτά εις τα καθαρά ελληνικά. Τα ποια;
3) γούρνα (η) γουρούνα (η). Ποια γεννήθηκε πρώτη;
4) Λίθος, λατομείον, αγγλ. La-nd. Οφθαλμοφανής συγγένεια.
5) Όαρ (η), η ομηρκή σύζυγος τί σχέσι έχει με το θυμάρι;
6) Αγήνωρ (ομηρ.) = ο άντρακλας. Γιατί;
7) Κνησμός, Κνίδος και τσου-κνίδα που τσουκνίζει-τσούζει.
8) Κηδεία, κηδεμών και ακηδία έχουν μια βασική κοινή έννοια.
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (17) ΕΔΩ .
------------------------------------------------------------------------------------------------------
(Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος)
1) Σέντερ < ελλ. κέντρον, φορ < φρο< προ, = ο πρόσω κέντρου. (όπως πρόσω ολοταχώς.)
2) ποδόμακτρον = πετσέτα ποδών, χειρόμακτρον = π. χειρών, προσόψιον = π. προσώπου.
3) Η ¨γούρνα¨ κοιλότης, κυκλικό ευμεγέθες βαθούλωμα (πρβ. γύρος, γυρνώ) προηγείται. Η ¨γουρούνα,¨ η έγγυος χοίρος, προέκυψε εκ του κυκλικού σχήματος της γούρνας αλλά και των βρωμερών συνήθως εν αυτή σταθμευόντων λυμάτων. Τ’ ακούτε, γουρούνια;
4) Λί-θος, λα-τομείον, λι-γνίτης, λί-κνον, Ελ-λάς < Ελ-λάνδη (πετρώδης γη του φωτός) και αγγλ. Land έχουν κοινή ρίζα αλλά και καταγωγή.
5) Όαρ = ό+αρ (αρ-έσκω, αρ-έσω, άρ-ιστος= ο λίαν αγαπητός.) ήτοι η ηγαπημένη σύζυγος του Ο-ανδρός.
Θυμάρι = θυμός+ άρ (το αρέσκον εις το θυμοειδές, πρβ. άρ-ωμα (= αρεστόν πράγ-μα. )
6) Αγήνωρ, άγαν + ανήρ. ( πρβ. το δελφικόν ¨μηδέν άγαν-υπερβολικόν και άγος, π.χ. Κυλώνειον άγος ήτοι ασέβεια, ύβρις. )
7) Ρίζα κιν- ήτοι απωθητική κίν-ησις λόγω της σχετικής δραστικής ιδιότητος του φυτού.
8) Ρίζα κηδ- ήτοι φροντίς όπως η νεκρώσιμος φροντίς και θρησκευτική τελετή, το κατά τον Όμηρον ¨γέρας θανόντων¨ ήτοι το τιμητικόν βραβείον των αποθανόντων. Α-κηδία= απουσία παντός ενδιαφέροντος και ενασχολήσεως-φροντίδος ήτοι ψυχοπαθολογικόν σύμπτωμα βαρειάς καταθλίψεως-μελαγχολίας.
3 σχόλια:
Καλημέρες,
6) Αγήνωρ (ομηρ.) = ο άντρακλας. Γιατί;
ΑΓΗΝΩΡ = Αγάνωρ, ορος – Δωρ (άγαν, ανήρ) = ανδρείος, ηρωϊκός, ισχυρογνώμων, υπερόπτης, μεγαλοπρεπής, λαμπρός (L&S)
ΑΓΗΝΩΡ = υπερήφανος, αυθάδης, ανδρείος (Ησυχ)
ΑΓΗΝΩΡ = Αγάνωρ = άγαν+άνουρος (με την εναλλαγή των ω=ου, όμως
ΑΝΟΥΡΟΣ = άβρεκτος, υψηλός (Ησυχ)
ΑΓΗΝΩΡ = ο πολύ ξηρός – ο πολύ πνευματικά υψηλός
ΑΓΗΝΩΡ = άγαν ανδρείος - αυθάδης και υβριστής - Λεξ. Απολλωνιου Σοφισ.
Βλέπουμε ότι ο Αγήνωρ σημαίνει το υψηλό αλλά και το "αντίθετο" την αλαζονεία, την "ασθένεια" του "ύψους"
ΚΙΜΩΝ
Καλησπέρα ΚΙΜΩΝ πλύ καλές ερμηνείες.
Άριστα Κίμων.
Προς τούτοις:
Άγ-αν και άγ-ος (=ιεροσυλία), εξ ού και Κυλώνειον άγος, αλλά και άγ-(ριος) και αδ-άμαστος. Πρβ. αρχ. ελ. δα-μετή (η) ή γα-μετή = η (δεδαμασμένη ώσπερ φορβάς γυνή) σύζυγος. Ώστε γάμος κυριολεκτικά σημαίνει δάμασμα της γυναικός προφανώς. (Ωχ, δώσαμε τροφή στους δικαιωματάκηδες μίσανδρους μισανθρώπους τώρα.)
Δημοσίευση σχολίου