Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
ο τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (39)
1) ουσ. κέλυφος (το) και επιθ. νωχελής (ο): σε ποιο ζώο έδωσαν το όνομά των;
2) Τι σχέσι έχει η κουρά-κούρεμα με το (ο) όνυξ (Γεν. όνυχ-ος) και την σελήνη;
3) κόλαφος (ο): ποια η ετυμολογική του σύνθεσις;
4) αβρόχοις ποσίν (δοτ. πληθ.) : Τί σημαίνει και πώς προήλθεν η β΄ λέξις;
5) Αιγός ποταμοί: Μεγαλοπρεπής ονομασία. Έγινε μια σπουδαία αρχαία μάχη εκεί. Πώς αλλιώς (χυδαϊστί) αποδίδεται;
6) Τί κοινό έχουν τα ¨κίνησις¨ και ¨κίνδυνος.¨
7) Όχλος (ο) : Τι σχέσι έχει με το βράσιμο και το ακατάστατον ;
8) επιθ. λυσιτελής (ο,η) και λυσιτελές (το): Ερμηνεύεται ως ωφέλιμος, -η, ον. Γιατί;
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (38) ΕΔΩ.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος
1) Το έδωσαν στην χελώνα: χέλ-υφος > κέλ-υφος (πρβ. ρ. καλ-ύπτω.) Νω-χελ-ής (ο λόγω κελύφους-φορτίου νω-θρός, αργοκίνητος.)
2) Κόρη = η σελήνη (Περσεφήνη.) Κουρά κόμης όπως και κοπή ονύχων ακολουθούν ιδιότητες της σελήνης διότι αυξάνονται και κόπτονται-μειώνονται όπως αυτή. (βλ. τελετουργική κουρά μοναχού.)
3) κόλαφος (ο) κοινώς σκαμπίλι. Κολ- (κολ-λώ (κολ-ασις) + αφή (ρ. άπτομαι, π.χ. μη μου άπτου.)
4) Κυριολεκτεί επί διαβάσεως ποταμού ξηρανθέντος. Ποσίν < ποδσίν< πόδεσιν (με πόδες), αβρόχους.
5) Κατσικοπόταμος (sic) .
6) κίνδυνος = κίν-ησις αντιπάλου δυν-άμεως εν όψει και άρα κάτι το φοβερό.
7) όχλος (ο) και κ-όχλος. (ρ. κοχλάζω, πρβ. ρ. εν-οχλώ, ενόχλησις.) = το αναβράζον και θορυβωδώς διαμαρτυρόμενον πλήθος.
8) λυσιτελής = ο εκ-τελών λύσιν, ο προσφέρων λύσιν, το μέσον λύσεως εις ένα πρόβλημα, άρα κάτι το ωφέλιμον.
2 σχόλια:
3) κόλαφος (ο): ποια η ετυμολογική του σύνθεσις;
Κόλαφος ή κόνδυλος από το κολάπτω ,ράπισμα, χτύπημα στο πρόσωπο.
Στα νεοελληνικά σημαίνει βαριά προσβολή εξύβρισξ
8) επιθ. λυσιτελής (ο,η) και λυσιτελές (το): Ερμηνεύεται ως ωφέλιμος, -η, ον. Γιατί;
"λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν" Πλάτων. Πολ. 344E
«οὐδέποτ' ἄρα... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης» Πλάτων
λυσι- + -τελής αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες, τα έξοδα τα χρέη άρα όταν δεν έχεις χρέη είσαι ωφέλιμος.
Δημοσίευση σχολίου