ΤΑ ΑΝΑΔΕΛΦΑ ΔΙΑ-ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ. (Μέρος ¨θ¨ 11)
(Ωδάρχης, Αρρίων, Μειδίας, Αγριμέδων)
Η γεωργία ήταν ο βρεφικός θηλασμός της ανθρωπότητος από τους μαστούς της μάνας γης. Μεγαλώνοντας πήγαμε απογαλακτισμένοι και σε άλλα πιο ένδοξα και ίσως αδιέξοδα επαγγέλματα. Η γεωργία ήταν το παρελθόν και έσσεται το μΣισύφιο αβέβαιο μέλλον του Σισύφου.
Από τις άπληστες αιμοχαρείς εξουσίες και τις βασιλικές αιμομειξίες, οι θεοί έγιναν το αξεσουάρ της ανθρωπίνης Ύβρεως. Από τις πυραμίδες της Αιγύπτου γιγάντιοι ανδριάντες έδειξαν τα δρακονια δόντια τους στην φρίκη των εγκλημάτων.
Ο πυρετός του χρήματος εγένετο πνευμονία. Κομμάτια από ελέφαντες ανέσκαψαν την ιστορία και τα ηφαίστεια ξέρασαν ωκεανούς μίσους. Ήταν η μορφή του απερίγραπτου. Το άβατο των ποιητών.
Καμιά εποποιϊα δεν έμεινε ανέπαφη καθώς τα πλοία έμπαιναν ίσα στα θηλυκά λιμάνια γιορτάζοντας με απωθημένους θρύλους. Αι σημαίαι έγειραν το κεφάλι συγκινημένα για τελευταία φορά θρηνώντας τα αφηρημένα ύψη.
Τόση λατρεία που ο ήλιος ζήλεψε και φανέρωσε όλα τα κρυφά σκοτάδια του, τα σχέδια της καταδίκης. Όσοι ξοδεύθηκαν έκρυψαν τους τόκους στην αδέσποτη άμμο. Λίγο γκρίζο απέμεινε για να παίζουν οι πολιοί προφήται.
2. Σού είπα μη φορέσεις εκείνα τα γαλάζια που απωθούν τα παιδιά της πρωίας και τα παράκτια φαινόμενα. Η πλεονεξία ήξερε ότι κυνηγά το ασύλληπτο αλλά ήταν αργά πια γιατί είχε νικήσει το πένθος της ακράτειας.
Με τούτο και με τ’ άλλο η μέρα η μέρα γέμισε με παράξενες ζωγραφιές και τοπία γερόντων. Άρχιζε το τσξίδι για την υπερβόρεια Πετρούπολι.
Ένα προξενείο κοίταζε προς τον Ταύρο και μια έκστασις ποιητική μασούσε μάρμαρα περιγράφοντας τον ορίζοντα. Όσοι εν ουρανοίς αστερισμοί τόσοι οι επί γης καλλικέλαδοι πειρασμοί και δαίμονες.
Στους πρόποδες των Ιμαλαϊων μια ατέρμων προσευχή χωρίς δακτυλικά αποτυπώματα. Έλεγαν πως υπήρχσν κάποιοι ξακουστοί θεοί που σκορπούσαν συγκινήσεις. Αλλά ποιος πιστεύει τώρα τους παλιούς θεούς!
Κανείς δεν νήστευε σε αχάριστα νεύματα που τόσους είχαν δυσαρεστήσει. Τόνους παρασίτων και αποριμμάτων, ρημάτων και αρωμάτων. Άρχιζε από μια άλλη περίπτωσι τώρα ο άνεμος που τους είχε περικυκλώσει.
3. Μου έκλεψες τόσα που μετά μπέρδευα τον αμφίβολο ίσκιο μου. Με αποχαιρέτισες με μια ερμαφρόδιτο προσποίησι. Είχαν περάσει τόσα πολλά από τότε με με τους βοσκούς των αποφοίτων.
Τα παρθεναγωγεία έσκυψαν τα γυμνά των ήθη στον αήθη κατακτητή με τα λάθος εργαλεία. Έκοβε τον ουρανό σε φέτες και χόρταινε μυριάδες νομάδες και σκηνίτες. Ήταν μια μέλαινα Παρασκευή που έχανε το παιδί την μάνα και η μάνα το παιδί.
Βιβλικαί πλημύραι γευμάτιζαν τα άπληστα ηφαίστεια. Μαστίγια με όραμα βασάνιζαν τους απονενοημένους αγρούς. Η κατρακύλα άλλαζε ρούχα γλιτωμού.
Κανείς δεν προλαβαίνει όταν ο καιρός διαβαίνει. Μια πόρτα κλειδωμένη που δεν έχει χρόνος μπεί. Ποιος θυμάται το παλιό δημοτικό όταν χιόνιζε και πάγωναν αι βρύσεις της νοσταλγίας. Ένα χορογράφημα της σιωπής.
Τώρα στο χωριό, το βήμα το παλιό, το τραγούδι στον γκρεμό, τα στολίδια της μνήμης που δακρύζουν με δίκαιο αίτημα, γεμάτα χρόνιο αίσθημα. Εδώ σε θέλω. Ο κακιασμένος που τρέφεται απ’ την δυστυχία των άλλων. Η ευτυχία του ούτε για δυστυχία μου. Τα νιάτα του ούτε για γεράματα.
4. Σουλτάνοι με σοκολατένια πουλόβερ, η ανατολή με βερεσέδες, όλα ανάποδα βαλμένα. Η βασίλισσα τύχη, πάπυροι της Οξυρίγχου υπό τους ήχους αμανέδων σε μια ιστορική ανατροπή. Τα παλιά εμπορικά κλειστά, λεηλατημένα κι όχι απ’ τον χρόνο και μόνο. Σε άφησα στις Οινιάδες. Βραδυάζει στην Παμβώτιδα.
Ο δαίμων είναι ένας τυφλός θεός. Τον ανακάλυψαν οι αλλοπρόσαλλοι της νύχτας στα θεμέλια της σχολής των τιτάνων. Άμα τον ταϊζεις απ’ τα σκουπίδια, ταϊζεις ένα ισόβιο κτήνος, ένα δημοκρατικό ειδωλολάτρη.
Όστις δεν πέρασε από αρχαιοελληνική γραμματεία, με κόντρες βαρβάρων σε νοθευμένη άσφαλτο. Πότε θα αυτομολήσουν οι νεκροί αβέβαιον. Παράκαμψον τότε τα λαμπρά δημοσιεύματα, τας αναλαμπάς οξυγόνου.
Ένας Τούρκος στα χωράφια μου κι ένας Ρωμαίος χριστιανός φρουρός στα αισθήματά μου. Σαν ποιον με πέρασες; Η ψυχή κτίζει μόνη της ένα αθάνατο μέλλον για να μείνει.
Αν βλέπεις επίμονα ζωηρά φαντάσματα να λειτουργούν στην αιχμή της νύχτας, δαφνόφυλλα στο προσκεφάλι σου, ν’ αλλάξεις ιατρεία, μαραθώνιες ιδέες και σκέψεις. Το ταβάνι σου, συ είπας, στάζει μουσική αγωνία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου