Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία... "Το κορίτσι με το ράπιντ".
Μία κρύα Παραμονή Πρωτοχρονιάς, οι εμβολιασμένοι κάτοικοι μιας χιονισμένης μεγαλούπολης - χαρούμενοι και ζεστά ντυμένοι, βάδιζαν βιαστικοί προς τα διάφορα ζεστά γιορτινά μαγαζιά για να γιορτάσουν, αγνοώντας μία κοπέλα που δεν είχε κάνει το εμβόλιο. Με σβησμένη φωνή, μονολογούσε αχνά να μην την κοιτούν και να μην την λυπούνται και πως δεν ζητιάνευε τον οίκτο τους, αλλά απλά δεν είχε παρέα εκείνη την βραδιά γιατί οι περισσότεροι φίλοι της είχαν κάνει το εμβόλιο, άλλος για να πάρει δωρεάν GB, άλλος για να μπορεί να διασκεδάζει και άλλος για να μπορεί να ταξιδεύει ελεύθερα.
Τότε μια πολυτελής κούρσα πέρασε γρήγορα τον δρόμο και η μικρή κοπέλα ίσα που πρόλαβε να τραβηχτεί στην άκρη του δρόμου.. Η κοπέλα σηκώθηκε από το χιόνι και άρχισε να τινάζει τα μουσκεμένα ρούχα της από την λάσπη.
Αυτά ήταν τα καλά της αφού εξ αιτίας δύο χρόνων στέρησης καραντίνας και ανεργίας τα ψώνια στις γιορτές ήταν μία μακρινή ανάμνηση γι' αυτή. Έκανε παγωνιά, αλλά φοβόταν να γυρίσει σπίτι της καθώς ο πατέρας της θα έβλεπε πάλι τηλεόραση με τους βρυκόλακες των καναλιών να μιλούν για αρρώστιες, θανάτους και ποινές τρομοκρατώντας τους τηλεθεατές. Άσε που ο πατέρας της τελευταία είχε πολλά νεύρα και ξεσπούσε πάνω σε αυτήν και την μητέρα της χωρίς λόγο. Για αυτό βγήκε μόνη της παραμονή για να ξεφύγει λίγο και από αυτό.
Σε κάποιο παράθυρο είδε ένα στολισμένο χώρο εστιατορίου και ένα ζευγαράκι σε ένα τραπέζι να δειπνεί ερωτευμένο και ξένοιαστο. Τότε βούρκωσε γιατί θυμήθηκε τον Τάσο που της ζήτησε να χωρίσουν επειδή αυτή απαγορεύεται να μπει στα μαγαζιά ακόμα και αν είχε αρνητικό τεστ.
Αποκαμωμένη και μελαγχολική βρήκε καταφύγιο σε μια σκεπαστή στάση λεωφορείου και άνοιξε ένα μπουκαλάκι ποτό που πήρε από το περίπτερο. Άναψε και τσιγάρο. Στην λάμψη της καύτρας είδε αρκετές παλιές εικόνες παραμονών Πρωτοχρονιάς.
Πριν από την μέρα που κάποιοι με τα προβλήματα τους λυμένα αποφασίσουν ότι για αυτήν θα υπάρχουν εφ εξής μόνο περιορισμοί με το έτσι θέλω γιατί δεν θέλησε να κάνει ένα εμβόλιο που για κάποιο λόγο δεν εμπιστευόταν και δεν δέχτηκε τα δωρεάν GB σαν ανταμοιβή.
Είδε στολισμένα χριστουγεννιάτικα δέντρα και γιορτινές διακοπές. Είδε χορούς, είδε χαμόγελα, είδε ελευθερία.
Το κορίτσι κοίταξε προς τον ουρανό είδε ένα πεφταστέρι και θυμήθηκε την μαμά της να λέει πως ένα τέτοιο αστέρι σημαίνει πως κάποιος πέθανε και πάει στον παράδεισο. Ήδη ήξερε ποιος ήταν ή μάλλον τι ήταν εκείνη την βραδιά.
Καθώς άναψε το επόμενο τσιγάρο είδε την γιαγιά της, ο μόνος άνθρωπος που την αντιμετώπισε με τόση καλοσύνη και αγάπη. Άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο για να κρατήσει το όραμα της γιαγιάς κοντά της για όσο περισσότερο μπορούσε.
Η κοπέλα πένθησε εκείνη την νύχτα την αγάπη της για τον κόσμο. Πένθησε τον ρομαντισμό της για την ζωή και μίσησε την ίδια την πατρίδα της. Το επόμενο πρωί την βρήκε να ψάχνει τρόπους να φύγει όσο πιο μακριά μπορούσε. Στο σαλόνι ακουγόταν η φωνή κάποιου βρυκόλακα να πληροφορεί τον κόσμο πόσα κρούσματα και θανάτους είχε η χθεσινή παραμονή ....
Kαι το κινητό συνεχώς την ειδοποιούσε πως κάποιος φίλος σήκωνε μια σέλφι για να δείξει περήφανα στον υπόλοιπο κόσμο πόσο ωραία πέρασε χθες.
Υ.Γ Μην το δείτε μόνο σαν ένα όμορφο αλλά θλιβερό παραμύθι. Ψάξτε να αγγίξετε τα κρυφά νοήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου