ΕΛΛΗΝΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (10)
ΕΚ ΤΗΣ ΠΟΙΚΙΛΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΙΛΙΑΝΟΎ
Αινείου ευσέβεια
Ότε εάλω (αλώθηκε) το Ίλιον (η Τροία), οικτίραντες οι Αχαιοί τας των αλισκομένων (κυριευθέντων) τύχας,
εκήρυξαν έκαστον των ελευθέρων, έν ό,τι βούλεται των οικείων κτημάτων αράμενον, αποφέρειν (σηκώνοντας να πάρει μαζύ του.)
Ο ούν Αινείας τους πατρώους θεούς λαβών έφερεν, υπεριδών των άλλων (παραβλέποντας τα άλλα.)
Ησθέντες (εντυπωσιασμένοι) ούν επί τηι του ανδρός ευσεβεία, οι Έλληνες και δεύτερον αυτώι κτήμα συνεχώρησαν (επέτρεψαν) λαβείν.
Ο δε, τον πατέρα πάνυ σφόδρα γεγηρακότα (πάρα πολύ γηρασμένον) αναθέμενος επί τοις ώμοις (βάζοντας πάνω στους ώμους του), έφερεν (μετέφερε).
Υπερεκπλαγέντες ούν επί τούτωι οι Αχαιοί πάντα αυτώι τα οικεία κτήματα επέτρεψαν λαβείν.
Ωμολόγουν ούτω (Παρεδέχοντο έτσι) ότι προς τους ευσεβείς των ανθρώπων και οι φύσει πολέμιοι (εχθροί) ήμεροι γίγνονται.
Η κατά Μυτιληναίους βαρυτάτη ποινή.
Ότε Μυτιληναίοι της θαλάσσης ήρξαν (εκυριάρχησαν), τοις αφισταμένοις (στους αποστασιοποιημένους) των συμμάχων τιμωρίαν επέβαλλον τήνδε. Γράμματα μη μανθάνειν τους παίδας αυτών μηδέ μουσικήν διδάσκεσθαι. Ηγούντο (Θεωρούσαν) γαρ πασών ζημιών (εξ όλων των προστίμων) βαρυτάτην είναι ταύτην, εν αμουσία και αμαθεία ζήν.
Μειράκιον Ερετρικόν.
Μειράκιον Ερετρικόν (παιδάριον από την Ερέτρια) προσεφοίτησε Ζήνωνι (στον φιλόσοφο Ζήνωνα)
επί πολύν χρόνον. Ύστερον ούν εις Ερέτριαν επανήλθε και αυτόν ο πατήρ ήρετο (ρωτούσε) ,
ό,τι άρα μάθοι (τι άραγε θα μπορούσε να μάθει) εν τηι τοιαύτηι διατριβήι ( σε τόσο διάστημα) του χρόνου.
Ο δε δείξειν έφη (είπεν) και ουκ εις μακρόν χρόνον τούτο έδρασεν (επραγματοποίησε).
Αγανακτήσαντος γαρ αυτώι του πατρός (Όταν ηγανάκτησε κάποτε ο πατήρ του)
και τέλος παίσαντος (τελικά εκτύπησε) τον υιόν, ούτος ησυχίαν έχων (παραμένοντας ήσυχος)
τούτο έφη μεμαθηκέναι (είπε έχει μάθει), φέρειν (το δέχεσθαι) οργήν πατέρων και μη αγανακτείν.
Η μάχη των αλεκτρυόνων
Μετά την κατά Περσών νίκην Αθηναίοι νόμον έθεντο (εθέσπισεν) αλεκτρυόνας αγωνίζεσθαι δημοσία
(δημοσία διαγωνισμόν πετεινών) εν τωι θεάτρωι μιας ημέρας του έτους.
Πόθεν δε την αρχήν έλαβεν ο νόμος ούτος ερώ (θα είπω.)
Ότε Θεμιστοκλής επί τους βαρβάρους την στρατιάν εξήγεν (έβγανε),
αλεκτρυόνας εθεάσατο (αντίκρυσε) μαχομένους.
Ευθύς δ’ ως είδεν αυτούς, επέστησε (σταμάτησε) την στρατιάν (το στράτευμα) και είπεν:
«¨Οράτε τούτους μαχομένους και εμμένοντας ισχυρώς εν τηι μάχηι; Γιγνώσκετε δε, ότι ούτοι
ούτε υπέρ πατρίδος ούτε υπέρ πατρώων θεών ούτε υπέρ προγονικών τάφων κακοπαθούσιν,
ουδέ δόξης ουδέ υπέρ ελευθερίας ουδέ υπέρ παίδων, αλλά υπέρ του μη ηττηθήναι εκάτερος (δια να μη ηττηθή ο καθένας των) μηδέ είξαι έτερος τωι ετέρωι.(μηδέ να υποχωρήσει ο είς έναντι του άλλου.»
Ταύτα ειπών επέρρωσε (εμψύχωσε) τους Αθηναίους.
Τούτο δε γενόμενον αυτοίς σύνθημα εις αρετήν εβουλήθη διαφυλάττειν υπόμνησιν (ως ενθύμησι) εις τα όμοια (παρόμοια) έργα.
ΑΙΣΩΠΕΙΟΙ ΜΥΘΟΙ
Αίξ και αιγοβοσκός.
Αιγοβοσκός (γιδοβοσκός) τας αίγας ανεκαλείτο προς την μάνδραν. Μια δ’ εξ αυτών υπελείφθη. (έμεινε πίσω.)
Ηδύ (γλυκύ) γαρ τι (κάτι) έτρωγε. Ρίψας δε ο ποιμήν λίθον το κέρας (κέρατο) αυτής συνέτριψεν
ευστοχήσας (πετυχαίνοντάς την.) Καθικέτευε δε την αίγα μη ειπείν τούτο τωι δεσπότηι. (στον κύριό του.)
Η δε είπεν. « Κάν εγώ αποκρύψω, πώς κρύψω;. Πρόδηλον (φανερότατο) γαρ εστί πάσιν (σε όλους)
το κέρας μου συντετριμμένον.
Αλώπηξ και βότρυες.
Αλώπηξ (αλεπού) λιμώττουσα (ξενηστικωμένη) , ως εθεάσατο (μόλις αντίκρυσε)
επί τινος αναδενδράδος (κληματαριάς) βότρυς (τσαμπιά) κρεμαμένους εβουλήθη αυτούς αρπάσαι,
αλλ’ ουκ εδύνατο. Αποχωρούσα δε προς εαυτήν (μέσα της) είπεν. « Όμφακες εισί (σιγά το πράμα, άγουρα είναι.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου