ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑ-ΛΕΞΙΓΝΩΣΙΑ
Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.
Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.
Είναι η γλώσσα των Θεών.
«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Κικέρων)
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (57)
1) Αυτός ο ¨ζουμπάς¨ (εξ ού και ζορμπάς; ) έχει μια άσεμνο προέλευσι.
2) ύπνος (ο). Πώς ετυμολογείται;
3) εύκολος: τί κυριολεκτικά σημαίνει;
4) χαμόγελο(το): Ποια τα συνθετικά και η σημασία του;
5) μοίρα (η): η κυρία σημασία της λ.
6) ταπεινός (ο). Τα ετυμολογικά συνθετικά του.
7) Μανταλένα (η): με ποιο οπωροφόρο έχει ονοματική σχέσι;
8) Σασμός (ο): Κρητικόν ιδίωμα, και όνομα δημοφιλούς τηλεοπτκής σειράς, σημαίνον την συμφιλίωσιν. Πού υποκρύπτεται εις την ανωτέρω λέξιν η έννοια αυτή;
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.
1) Αραβικόν ¨ζουμπ¨ = πέος, Ζουμπάς άρα ο κοντός, ο μεγέθους πέους. Ρ. ζουμπάω = συνουσιάζομαι, καθ’ ημάς σπρώχνω, ωθώ . Και ρ. ζουμπλιάζω = δημιουργώ δια της ωθήσεως ¨βούλιαγμα¨ σε κάτι μεταλλικό τύπου λαμαρίνας. Προερχόμενο κι αυτό ίσως εκ του λατινογενούς σλαβικού ¨τζούρος¨ (λατ. ντούρος.) ήτοι σκληρός, ξεροκέφαλος, αγύριστο κεφάλι, αμετάπειστος, (πρβ. και Ζορμπάς και τζούρα = η δυνατή ρουφηξιά εισπνεομένου καπνού.)
2) ύπνος =(εξ αναγραμματισμού του πυκν-ός, καπν-ός) = κάτι το αδιαπέραστο και εκτυφλωτικό.
3) εύκολος < εύ + κ-όλος < εύ + π-όλος (πρβ. πέλας, πλησίον κ.λ.π.) = το ευκόλως προσβάσιμον, το εύληπτον.
4) χαμόγελο (το) < χάμω (= κοντό, πρβ. χαμηλά, αχαμνά) + γέλ-ο = ο ελαφρύς, σύντομος γέλως-γέλιο.
5) μοίρα < μέρ-ος, μερ-ίδιον. (πρβ. λατ. morir, moro= θάνατος, το μερίδιο του θανάτου που αναλογεί στα θνητά όντα.
6) ταπ-εινός < πίπτω, πέφτω = ο πεσμένος, ο χαμηλός (πρβ. πατ-ώ, πάτ-ος, τάπ-α.)
7) Μανταλένα , Μαγδαληνή, αμυγδαλιά, αμύγδαλο.
8) Σασμός < ι-σα-σμός (πρβ. ρ. ισιώνω, ίσωμα, εξίσωσις) = η ενότης, εξομάλυνσις των διαφορών, η συμφιλίωσις, η ομόνοια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου