ZEYΣ ΕΛΑΥΝΩΝ


Κυριακή 4 Μαΐου 2025

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (206)

ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑ-ΛΕΞΙΓΝΩΣΙΑ

Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.

Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.

Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.

Είναι η γλώσσα των Θεών.

«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»

 (Κικέρων)

Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις

το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων

κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.

(Πλούταρχος) 

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (206) 

1) επιθ. εύγευστον και νόστιμον (το). Τα συνθετικά και η σημασία των. 

2) ουσ. ουρανός (ο): η ετυμολογία του.  

3) ουσ. σαφήνεια, σοφία (η): έχουν την ίδια ετυμολογία; 

4) επιθ. ευάλωτος (ο): τι σχέσι έχει με την άλωσι; 

5)  επιθ. στείρος (ο): από ποιο ρήμα προέρχεται;  

6) ρ. κωλυσιεργώ: τα συνθετικά και η σημασία του.

7) επιθ. δύστροπος (ο,η): τα συνθετικά και η ερμηνεία του. 

8) ουσ. μεροληψία (η): τα συνθετικά του και το αντώνυμο επίθετό του.

Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (205) ΕΔΩ.

---------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος:

1) εύγευστος < εύ + γεύομαι = το ευ-γενές, το γλυκύ εις την γεύσι.

2. ουρανός < αήρ + άνω.

3) σαφήνεια – σοφία: κατά το ¨σοφόν το σαφές¨ όπου ¨σαφές,¨αναγραμματισμός του φάος –φως = το φωτεινόν, καθαρόν.

4) ευάλωτος < εύ (εύ-κολος) + αλίσκομαι, (αλωτός) = ο ευκόλως εκπρορθούμενος, ο εύκολος εις άλωσιν.

5) στείρος < στερούμαι (πρβ. στοργή < στέργω = θέλω, αγαπώ = αγάπη) = ο στερούμενος παραγωγικότητος.  

6) κωλυσιεργώ ¨κώλυσις (ρ. κωλύω < κώλος < πόλος, πρβ. κώλυμα (το) = εμπόδιον) + έργον (πρβ. ρ. εργάζομαι) = εμποδίζω, καθυστερώ έργον τι.   

7) δύστροπος < δύς(κολος) + τρέπω = ο δύσκολος εις τρόπους, ο ιδιότροπος.

8) μεροληψία < μεροληπτώ < μέρος + λήψις < λαμβάνω = παίρνω το μέρος, ευνοώ (αδίκως συνήθως) κάποιον εις βάρος τινος άλλου. 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Καλησπέρα, καλή εβδομάδα
1)Ευ(=καλό)+(στην)γεύση
6)κωλύομαι(=δυσκολεύω,-μαι)+έργο=Αυτός που προφασιζόμενος εμπόδια δεν ολοκληρώνει το έργο που έχει αναλάβει
7)Δυσ(μενής) στους τρόπους συμπεριφοράς του
8)Λαμβάνω (=το 2ο συνθετικό "ληψία")το μέρος κάποιας πλευράς
Χοστ