ZEYΣ ΕΛΑΥΝΩΝ


Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (210)

ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑ-ΛΕΞΙΓΝΩΣΙΑ

Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.

Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.

Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.

Είναι η γλώσσα των Θεών.

«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»

 (Κικέρων)

Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις

το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων

κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.

(Πλούταρχος) 

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (210) 


1) ο αρχαίος τραπεζίτης.

2) ουσ. σκυθρωπός (ο): τα συνθετικά του και το αντίθετό του.

3) ρ. γραπώνω: η ετυμολογία του και η σχέσι του με την δραχμή.

4) ουσ. πτώμα (το): η ετυμολογία του.

5) το μόριον ¨που¨ από πού προέρχεται; Μη ψάξετε να το βρείτε αλλού. Μόνο στον Ζ.Ε.


6) ουσ. κραιπάλη (η), τα συνθετικά του.

7) επιθ. αστερόεσσα (η). Τα συνθετικά του.

8) fake (news). Ελληνιστί; 

Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (209) ΕΔΩ.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος:

1) χρυσαμοιβός, αργυραμοιβός.

2) σκυθρωπός < σκιά + όψις. ( πρβ. κύπτω, σκύβω, σκότος) ο έχων σκοτεινήν, αγέλαστον όψιν. Επι-σκύμνιον στον Όμηρο, ο έχων τα σμιχτά φρύδια  την όψιν. Σκύμνος και το λιονταράκι που έχει τέτοια εμφάνισι.) το αντώνυμον αυτού ¨φαιδρωπός¨ = ο έχων φαιδράν, φωτεινήν, χαμογελαστήν όψιν.)

3) γραπώνω < δραπώνω. (πρβ. δράττομαι (πιάνομαι), δράπαν, δρεπάνι, δράκα, δραχ-μή) = πιάνω με κάτι γαμψό, κυρτό και κρατώ.

4) πτώμα < πίπτω, πέφτω (κάτω) + μένω.    

5) τουρκοπερσικόν αναφορικόν μόριον ¨ μπου¨(πρβ. ισλαμικός Όρκος: Βαλλαχί, Μπιλλαχί, Ταλλαχί, μ π ο υ γκιούν ντουνιά, γιαρούν αχρέτ. = εις το όνομα… του Αλλάχ  π ο υ (ο οποίος, όστις) σήμερον κόσμος, αύριον κρίσις. )

6) κραιπάλη < κάρα = κεφάλι (πρβ. κρανίον) + πάλλω (παρ. παλμός) = κεαφαλής ζάλη λόγω οινοποσίας.

7) ουσιαστικοποιημένο επίθετο προκειμένου για την αμερικανική σημαία αστερόεσσα < αστέρεχσα< αστερέχουσα ( η έχουσα αστέρας, πρβ. χαρίεσσα = η έχουσα χάριτες, χάρες, η κε-χαριτωμένη . )

8)  ανακριβή, πλαστά νέα.   

Δεν υπάρχουν σχόλια: