ΕΛΛΗΝΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟ
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (11)
ΕΚ ΤΩΝ ΛΟΥΚΙΑΝΟΎ ΝΕΚΡΙΚΏΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ
Κράτητος και Διογένους.
Κ ρ ά τ η ς. Μοίριχον τον πλούσιον εγίγνωσκες, ω Διόγενες, τον πάνυ πλούσιον, τον εκ Κορίνθου, τον τας πολλάς ολκάδας (φορτηγά πλοία) έχοντα, ού (του οποίου) ανεψιός (εξάδελφος) ήν Αριστέας, πλούσιος και αυτός;
Δ ι ο γ έ ν η ς. Τίνος ένεκα (Γιατί), ω Κράτης, περί τούτου ερωτάς;
Κ ρ ά τ η ς. Άκουσον, ω Διόγενες. Ούτοι εθεράπευον αλλήλους (εφρόντιζαν ο εις τον άλλον) του κλήρου ένεκα εκάτερος (λόγω κληρονομιάς ο καθένας), ηλικιώται (ηλικιωμένοι) όντες και τας διαθήκας εις το φανερόν ετίθεντο . Αριστέαν μεν ο Μοίριχος, ει προαποθάνοι, δεσπότην ορίζων των εαυτού πάντων, Μοίριχον δε ο Αριστέαν, ει προαπέλθει, αυτού. Ταύτα μεν εγέγραπτο (εγγράφως ίσχυον), οι δ’ εθεράπευον υπερβαλλόμενοι (συναγωνιζόμενοι) αλλήλους τηι κολακεία. . .
Δ ι ο γ έ ν η ς. Τι ούν πέρας εγένετο (Και τελικά τι έγινε), ω Κράτης; Ακούσαι γαρ άξιον.
Κ ρ ά τ η ς. Αμφότεροι απέθανον εν μια ημέρα. οι δε κλήροι εις άλλους περιήλθον ουδεπώποτε προμαντευομένους (που δεν μάντευαν ποτέ) ούτω γενήσεσθαι ταύτα (ότι θα συμβούν αυτά). Διαπλέοντες γαρ από Σικυώνος εις Κίρραν (παρά την Ιτέαν) κατά μέσον τον πόρον (στο μέσον του στενού), τρικυμίας γενομένης, ανετράπησαν.
Δ ι ο γ έ ν η ς. Εύ εποίησαν. (Και καλά έκαναν.) Ημείς δε οπότε εν των βίω ήμεν (ήμασταν), ουδέν τοιούτον εν νώ (κατά νουν) είχομεν περί αλλήλων (ο ένας για τον άλλον). Ούτε γαρ ποτέ ηυξάμην (ευχήθηκα) Αντισθένην αποθανείν, ίνα την βακτηρίαν (μπαστούνι) αυτού κληρονομήσω (είχε δε πάνυ κραταιάν εκ κοτίνου (από αγριελιά) ποιησάμενος ), ούτε, οίμαι (νομίζω), συ, ω Κράτης, επεθύμεις κληρονομείν αποθανόντος εμού (όταν αποθάνω) τον πίθον (το πιθάρι)και την πήραν (τον σάκκον) χοίνικας δυο θέρμων έχουσαν (την περιέχουσαν λούπινα μισού κιλού.)
Κ ρ ά τ η ς. Ουδέν γαρ μοι τούτων έδει (Τίποτα τέτοιο δεν είχα ανάγκη), αλλ’ ουδέ σοι (αλλά ούτε κι εσύ), ω Διόγενες. Ά γαρ εχρήν (Όσα χρειαζόταν), συ τε Αντισθένους (του φιλοσόφου) εκληρονόμησας και εγώ σού, πολλώ μείζω (πολύ περισσότερα) και σεμνότερα (και πιο μεγαλειώδη) και αυτής της Περσών αρχής (εξουσίας).
Δ ι ο γ έ ν η ς. Τίνα ταύτα φής; (Ποια εννοείς αυτά;)
Κ ρ ά τ η ς. Σοφίαν, αυτάρκειαν, αλήθειαν, παρρησίαν (ελευθεροστομίαν), ελευθερίαν.
Δ ι ο γ έ ν η ς. Νη Δία, αληθώς τούτον εκληρονόμησα τον πλούτον παρ’ Αντισθένους και σοί έτι πλείω (σε σένα ακόμα πιο πολλά) κατέλιπον (άφησα).
Κ ρ ά τ η ς. Αλλ’ οι άλλοι ημέλουν (αμελούσαν) των τοιούτων κτημάτων (αποκτημάτων) και ουδείς εθεράπευεν (επεριποιείτο) ημάς κληρονομήσαι προσδοκών, εις δε το χρυσίον πάντες έβλεπον (αλλά όλοι απέβλεπον εις το χρήμα-χρυσόν).
Δ ι ο γ έ ν η ς. Ου γαρ εβούλοντο τα τοιαύτα δέχεσθαι παρ’ ημών (Δεν ήθελαν να δεχθούν την δική μας σοφίαν) το δε χρυσίον, οδούσι και όνυξι (με νύχια και με δόντια) και πάση μηχανή ( και με όλα τα μέσα) εφύλαττον.
Κ ρ ά τ η ς. Ουκούν ημείς έξομεν (Λοιπόν εμείς θα έχωμεν) και ενταύθα (εδώ, εις τον Άδην) τον πλούτον, οι δε οβολόν ήξουσι (θα φθάσουν) κομίζοντες (προσκομίζοντας), και τούτον άχρι του πορθμέως (μέχρι τον βαρκάρη, τον Χάροντα).
ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ.
Γεωργός και παίδες αυτού
Γεωργός τις μέλλων καταλύειν τον βίον (εις το τέλος του βίου του) και βουλόμενος (θέλοντας) τους εαυτού παίδας πείραν λαβείν της γεωργίας (να ασχοληθούν με την γεωργίαν), προσκαλεσάμενος αυτούς έφη. ¨Παίδες εμοί, εγώ μεν ήδη του βίου απέρχομαι. Υμείς δε, άπερ εν τηι αμπέλω υπ’ εμού κέκρυπται, ζητήσαντες ευρήσετε πάντα. ¨ Οι μεν ουν νομίσαντες θησαυρόν εκεί που κατορωρύχθαι (έχει καταχωθή), πάσαν την της αμπέλου γην μετά την του πατρόε τελευτήν κατέσκαψαν. Και θησαυρόν μεν ουχ ηύρον, αλλ’ η άμπελος καλώς σκαφείσα, πολλώ πλείονα τον καρπόν απέδωκε.