ΑΡΡΙΩΝ ο Συγγράφων :
Ποθέω τας αρχαίας νύκτας /εκείνας τας των αρχεγόνων συμβάντων και των απροκαταλήπτων/απροκλήτων θαυμάτων. Κεναί ακτίνων αι τυφλαί αυτών φαρέτραι /επ’ ώμων και χειρών ονειροπόλων.
Τα αψευδή περιήλθομεν ανιπτόποδες ανταλλακτήρια των προφητειών άπαντα. Την άρρητον μέθην των μουσών, τας αχανείς εκτάσεις των εκστάσεων, των πηγαίων ανατάσεων και της μαγείας των πάντων. / Οδηγοί ημών εθελονταί ξεναγοί των χρυσοπτέρων οραμάτων. Τι και ει οι πόδες ημών βυθίζονται εις την άμπωτιν του χρόνου/την χοάνην της προδημιουργίας;/η κεφαλή εις το πάτριον επικλίνει στήθος/ της σκιάς των αθανάτων.
Ανθρωπολάτραι θεοί, ανάδελφοι εκπορευθέντες. Άνευ θρησκευτικού διαβατηρίου. /Εις προϋπάντησιν αυτών ελευθερόθεοι θνητοί. Παιδία ορφανά, πρόθυμοι αναβάται της κωφής μοίρας. / Πλέομεν πλησίστιοι ουρανομήκεις εκεί όπου η κιβωτός της μνήμης, το ρίγος της /αθανασίας, η αθωότης του αιωνίου. Άφωνοι προ της Ύβρεως. /Γείτονες αμέριμνοι του απολύτου. Ουδείς άρα αντελήφθη- ούτω λέγουσι-ότε/λάθρα πανδωρηταί /εις τα παιδικά εισέβαλλον δωμάτια και κλίνας / των ανυπόπτων ποιητών,/ πανηγυρικώς αυτοί επτερωμένοι/ ώσπερ έθος εστί και εις καθιέρωσιν /ταις εαριναίς νυξίν και τοις ευδοκιμήσασιν έρωσιν.
Ποθέω τας αρχαίας νύκτας /εκείνας τας των αρχεγόνων συμβάντων και των απροκαταλήπτων/απροκλήτων θαυμάτων. Κεναί ακτίνων αι τυφλαί αυτών φαρέτραι /επ’ ώμων και χειρών ονειροπόλων.
Τα αψευδή περιήλθομεν ανιπτόποδες ανταλλακτήρια των προφητειών άπαντα. Την άρρητον μέθην των μουσών, τας αχανείς εκτάσεις των εκστάσεων, των πηγαίων ανατάσεων και της μαγείας των πάντων. / Οδηγοί ημών εθελονταί ξεναγοί των χρυσοπτέρων οραμάτων. Τι και ει οι πόδες ημών βυθίζονται εις την άμπωτιν του χρόνου/την χοάνην της προδημιουργίας;/η κεφαλή εις το πάτριον επικλίνει στήθος/ της σκιάς των αθανάτων.
Ανθρωπολάτραι θεοί, ανάδελφοι εκπορευθέντες. Άνευ θρησκευτικού διαβατηρίου. /Εις προϋπάντησιν αυτών ελευθερόθεοι θνητοί. Παιδία ορφανά, πρόθυμοι αναβάται της κωφής μοίρας. / Πλέομεν πλησίστιοι ουρανομήκεις εκεί όπου η κιβωτός της μνήμης, το ρίγος της /αθανασίας, η αθωότης του αιωνίου. Άφωνοι προ της Ύβρεως. /Γείτονες αμέριμνοι του απολύτου. Ουδείς άρα αντελήφθη- ούτω λέγουσι-ότε/λάθρα πανδωρηταί /εις τα παιδικά εισέβαλλον δωμάτια και κλίνας / των ανυπόπτων ποιητών,/ πανηγυρικώς αυτοί επτερωμένοι/ ώσπερ έθος εστί και εις καθιέρωσιν /ταις εαριναίς νυξίν και τοις ευδοκιμήσασιν έρωσιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου