ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑ-ΛΕΞΙΓΝΩΣΙΑ
Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.
Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.
Είναι η γλώσσα των Θεών.
«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Κικέρων)
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (211)
1) επιθ. ξένος (ο): η ετυμολογία του και σημασία του.
2) ουσιαστικοποιημένον επίθετο ¨δακρυγόνον (το)¨: τα συνθετικά του και η ερμηνεία του.
3) επιθ. ανώδυνος (ο): τα συνθετικά του και η ερμηνεία του.
4) Η ντουζιέρα, η μπανιέρα και το ντουζ αρχαϊστί.
5) επιθ. άγουρον (το): η ετυμολογία του.
6) επιθ. ευμενής (ο,η): τα συνθετικά του και το αντώνυμό του.
7) ρ. ανακαινίζω, αναπαλαιώνω: τα συνθετικά των και η σημασία των.
8) φρενών κεκομμένος (Αισχύλου ρήσις): τι σημαίνει;
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (210) ΕΔΩ.
--------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.
1) ξένος < έξω + νους = αυτός που είναι εκτός των ενδιαφερόντων τινος.
2) δακρυγόνον < δάκρυ + γεννώ.
3) ανώδυνος < άνευ + οδύνη.
4) ντουζιέρα – λουτρών(ας) (ο), μπανιέρα – λουτήρ(ας), ντουζ – καταιωνισμός.
5) άγουρον (το) < άωρον, αν-ώριμον.
6) ευμενής < εύ + μένος (διάθεσις), αντ. δυσμενής.
7) ανακαινίζω < ανά (ξανά) καινίζω ( καινουργώνω), (πρβ. καινή –νέα Διαθήκη) αναπαλαιώνω < ανά (ξανά) παλαιώνω (κάνω όπως ήταν το παλαιό.)
8) φρενών (από) κε-κομμένος (αττικός αναδιπλασιασμός μτχ. παρακ.) = χωρισμένος από μυαλό, ο άφρων, ο άνους.

2 σχόλια:
8) φρενών κεκομμένος (Αισχύλου ρήσις): τι σημαίνει;
Χωρίς λογική...κάποιος που δεν έχει λογική.
2)Δάκρυ + γεννώ(=προκαλώ)
3)α(στερητικό)+οδύνη(=πόνος)=το χωρίς πόνο, κάματο, δυσκολία
5)α(στερητικό)+γήρας= το νεαρό, το αγίνωτο.
6) ευ(=καλό, θετικό)+ μένος (=διάθεση, προτίμηση)=Αυτός που είναι φιλικός,υποστηρικτικός,με θετική γνώμη.
7)(ξ)ανά + καινό(=καινούργιο)=ανανεώνω , φρεσκάρω, διορθώνω κάτι παλιό.
(Ξανα)+παλαιώνω= διορθώνω κάτι προσπαθώντας να το φέρω στην αρχική του μορφή.
Χοστ
Δημοσίευση σχολίου