ZEYΣ ΕΛΑΥΝΩΝ


Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

Τα Heron και MQ-9 δεν αρκούν – Μόνο στοιχειώδη ικανότητα προσφέρουν

ΣΧΟΛΙΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ : Δεν χρειάζεται να γράψουμε πολλά. Ο τίτλος του άρθρου τα λέει όλα.!!! "Τα Heron και MQ-9 δεν αρκούν – Μόνο στοιχειώδη ικανότητα προσφέρουν". Και μέσα τα εξηγεί αναλυτικά γιατί προσφέρουν μόνο στοιχειώδη ικανότητα.


Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Στις 1 Αυγούστου ανακοινώθηκε η παράδοση 2 ακόμη Μη Επανδρωμένων Αεροχημάτων Anka S στην Τουρκική Αεροπορία.

Ίδιος αριθμός Heron παρελήφθη από την Πολεμική Αεροπορία στα τέλη Μαΐου και παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά στις 20 Ιουνίου, κατά την επίσκεψη του Α/ΓΕΕΘΑ Στρατηγού Κωνσταντίνου Φλώρου στην 135 Σμηναρχία Μάχης. Την ημέρα εκείνη, στις φωτογραφίες που δημοσιοποιήθηκαν, το επιδειχθέν αερόχημα “472” δεν έφερε το ραντάρ ναυτικής έρευνας, που είναι προσθαφαιρούμενης μορφής. Η επιχειρησιακή αξιοποίηση του τύπου βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, έκτοτε όμως, σε φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν από ουδέτερους παρατηρητές στα μέσα κοινωνικής δικτυώσεως, είναι εμφανής η ύπαρξη του ραντάρ.

Η ελληνική περίπτωση, αφορά την υλοποίηση συμβάσεως που υπεγράφη στις 4 Μαΐου 2020 για την χρονομίσθωση των Heron επί περίοδο τριετίας, δηλαδή μέχρι και την άνοιξη του 2024. Μετά την εκπνοή του χρόνου αυτού, η Ελλάδα θα μπορεί να επιλέξει εάν επιθυμεί την αγορά των Heron. Αυτό είναι μάλλον απίθανο, εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι στα εξοπλιστικά προγράμματα που έχουν σχεδιασθεί, προβλέπεται η προμήθεια 3 MQ-9 που, προφανώς, θα αντικαταστήσουν τα Heron.

Η εξέλιξη για την Τουρκική Αεροπορία, σχετίζεται με την ανάθεση συμβάσεως στις 10 Οκτωβρίου 2018 στην Turkish Aerospace, για προμήθεια 22 Anka εκδόσεων Β και S, εκ των οποίων 10 προορίζονται για την Τουρκική Αεροπορία. Όπως αναλύαμε στο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ ALMANAC 2019-2020, μετά την ολοκλήρωση παραδόσεων 10 Anka S με 12 σταθμούς ελέγχου εδάφους το 2018, η Τουρκική Αεροπορία θα παραλάβει 10 επιπλέον, με το σύνολο να κατανέμεται μεταξύ των 302 και 341 Μοιρών.   

(@ ΗΡΩΝ Civil.Engineer)

Η σύγκριση των αριθμών και μόνο, αποκαλύπτει όχι μόνο τον ρυθμό επιχειρησιακής εκμεταλλεύσεως των συγκεκριμένων UAV κατηγορίας MALE από τις δύο χώρες αλλά και τις επιχειρησικές απαιτήσεις των ενόπλων δυνάμεών τους. Με 20 Anka S, η Τουρκική Αεροπορία μπορεί να αναλάβει αποστολές τόσο στο Θέατρο Επιχειρήσεων της Νοτιοανατολικής Τουρκίας όσο και έναντι της Ελλάδος. Πλέον τούτου, το Τουρκικό Ναυτικό με την 312 Μοίρα, πρόκειται να αποκτήσει 12 Anka S, που σε συνδυασμό και με τα μικροτέρων επιδόσεων Bayraktar TB2 S, μπορούν να υποστηρίξουν ναυτικές επιχειρήσεις σε κάθε γειτονική θάλασσα. 

Τα Anka S, σε αεροπορία και ναυτικό, είναι η έκδοση που επιτρέπει την μεταφορά οπλικών φορτίων, όπως και η αντίστοιχη Bayraktar TB2S, σε υπηρεσία με τον στρατό και το ναυτικό. Καθώς οι τρεις Κλάδοι των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων θα διαθέτουν 32 Anka S και τουλάχιστον διπλάσιο αριθμό Bayraktar TB2 S, είναι προφανές ότι καλύπτονται επαρκώς οι επιχειρησιακές απαιτήσεις στα “ενεργά” μέτωπα Συρίας και Ιράκ, όπου αναλήφθηκαν επιχειρήσεις αντιανταρτικές και “σταθεροποιήσεως”. Αντιστοίχως, σε μια σύρραξη υψηλής εντάσεως με την Ελλάδα, μπορούν να σχεδιαστούν και αναληφθούν παρατεταμένες επιχειρήσεις λαμβάνοντας υπ’ όψιν ως “αποδεκτό”, ένα ποσοστό απωλειών.

Στην περίπτωση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, η εξασφάλιση τριετούς ικανότητος UAV κατηγορίας Μέσου Υψομέτρου Μακράς Αυτονομίας (MALE), προσφέρει στοιχειώδη κάλυψη επιχειρησιακών απαιτήσεων σε περιόδους ειρήνης, εντάσεως και κρίσεων. Τοιουτοτρόπως, τα λιγοστά Heron και στο μέλλον τα ανάλογα MQ-9 μπορούν να παράσχουν υπηρεσίες συλλογής πληροφοριών, επιτηρήσεως συνόρων και ναυτικής έρευνας, προσφέροντας ως μέγιστη ίσως υπηρεσία, ναυτική εικόνα τακτικής καταστάσεως ακόμη και σε περιοχές απόμακρες ελληνικών νήσων και ηπειρωτικού κορμού.

Σε περίοδο πολεμικών επιχειρήσεων, ο μικρός αριθμός θα θέτει σοβαρούς περιορισμούς στην υποστήριξη παρατεταμένων επιχειρήσεων λόγω ευλόγως αναμενόμενου ρυθμού απωλειών. Φυσικά, λόγω τύπου, τα ελληνικά UAV δεν θα διαθέτουν ικανότητα μεταφοράς πολεμικού φορτίου για προσβολές στόχων. Συνοπτικώς, η συμμετοχή τους σε πολεμικές επιχειρήσεις δεν αναμένεται να είναι ευχερής και πλούσια. Ένδειξη ρεαλιστικότερου αριθμού αεροχημάτων (και σταθμών ελέγχου εδάφους) για πληρέστερη κάλυψη των ελληνικών απαιτήσεων, αποτελεί το αρχικό ενδιαφέρον για μίσθωση 7 αεροχημάτων Heron και 1+1 σταθμών ελέγχου εδάφους. 

Η μονάδα που επιχειρεί σήμερα με τα Heron, υπάγεται μεν στην Πολεμική Αεροπορία αλλά είναι διακλαδικής επανδρώσεως, καθώς προορίζεται να καλύψει απαιτήσεις και των τριών Κλάδων. Σε αντίθεση όμως με την ύπαρξη “κανονικών” Μοιρών UAV κατηγορίας MALE στο αντίπαλο στρατόπεδο, στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν θα υπάρχει ανάλογο δυναμικό που θα μπορεί να προσφέρει αντίστοιχες υπηρεσίες, επηρεάζοντας την εξέλιξη των επιχειρήσεων.

Μεγαλύτερο αριθμό UAV, “επιπέδου Μοίρας”, διαθέτει η Πολεμική Αεροπορία, το ΠΗΓΑΣΟΣ ΙΙ, ενώ ο Στρατός επιχειρεί αριθμό Sperwer. Αμφότερα μικρότερων επιδόσεων και αποδόσεως, που καλύπτουν “χαμηλότερο” φάσμα επιχειρησιακών απαιτήσεων. Συνολικώς όμως, αποτυπώνεται η υστέρηση των τριών Κλάδων σε παρατεταμένες επιχειρήσεις UAV και σε μεγάλες αποστάσεις χάρη σε υποστήριξη δορυφορικών επικοινωνιών (SATCOM) ενώ η συμβολική κι όχι τακτική δύναμη αεροχημάτων, αυτομάτως μαρτυρεί απουσία ενδιαφέροντος προς κάλυψη εκτάκτων καταστάσεων και σεναρίων κρίσεως, με πιθανή ανάπτυξη συστημάτων εκτός Ελλάδος (π.χ. Κύπρος) στο πλαίσιο ευρυτέρων συμμαχιών και υποχρεώσεων της χώρας. 

Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις διαθέτουν όχι απλώς υφισταμένη τακτική δύναμη UAV κατηγορίας MALE αλλά με σημαντική εμπειρία εκμεταλλεύσεως σε πολεμικές συνθήκες και η επίδρασή τους σε μια συμβατική σύγκρουση υψηλής εντάσεως θα είναι μεγαλύτερη. Επιπλέον, βρίσκονται κοντά στην επιχειρησιακή ένταξη των πρώτων τύπων κατηγορίας Μεγάλου Υψομέτρου Μακράς Αυτονομίας (HALE) με ικανότητα μεταφοράς κατά πολύ μεγαλύτερων και πιο ισχυρών όπλων διαφόρων τύπων, τα Akinci της ιδιωτικής Baykar και Aksungur της κρατικής ΤΑ.

Τα τελευταία, αποτελούν την φυσιολογική συνέχεια, μετά τα Anka και Bayraktar, στον “οδικό χάρτη” αναπτύξεως πολεμικών UAV που έχει χαράξει η Προεδρία Αμυντικής Βιομηχανίας από κοινού με τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Όμως δρομολογημένες, είναι ήδη και οι εξελίξεις για τον επόμενο “σταθμό”, τα αεριωθούμενα UAV υψηλοτέρων επιδόσεων. Ήδη από τον Ιούνιο του 2018, οπότε και ανατέθηκε η σύμβαση για το Akinci, ο τότε υπουργός Αμύνης είχε δηλώσει ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα ανοίγει τον δρόμο για ένα εγχώριο μη επανδρωμένο μαχητικό αεροσκάφος που θα εμφανισθεί το 2027 και θα βασίζεται στις υπό ανάπτυξη τεχνολογίες.

Τρία έτη μετά, στις 20 Ιουλίου, η Baykar, δημοσιοποίησε τις πρώτες απεικονίσεις σχεδιαστικής αντιλήψεως του Μη Επανδρωμένου Αεροσκάφους Μάχης (MIUS) ικανό για ταχύτητα 900 χ.α.ώ. και ωφέλιμου φορτίου 1,5 τόννου. Στις απεικονίσεις είναι σαφές ότι το πρόγραμμα έχει λάβει υπ’ όψιν πλέον και την έκτακτη κατάσταση που ανέκυψε, μετά την ματαίωση της προοπτικής προμήθειας μαχητικών F-35B για το μίνι αεροπλανοφόρο του Τουρκικού Ναυτικού. Η δημοσιοποίηση των απεικονίσεων, μπορεί να ερμηνευθεί και ως ένδειξη επιταχύνσεως του προγράμματος, λόγω του προβλήματος που ανέκυψε με την προμήθεια των F-35. 

Οι απεικονίσεις παρουσιάζουν το MIUS να απονηώνεται από την ράμπα του ANADOLU (L400) αλλά η πραγματική επανάσταση που θα φέρει το μη επανδρωμένο μαχητικό, θα είναι η ικανότητά του να επιχειρεί σε δικτύωση και σε “πακέτα”, υπό τον άμεσο έλεγχο μαχητικών αεροσκαφών. Καθώς η Τουρκία εξασφάλισε την ικανότητα πιστοποιήσεως εγχωρίας αναπτύξεως οπλικών συστημάτων στο F-16 και αναπτύσσει γι’ αυτό συστήματα ραντάρ και άλλα ηλεκτρονικά υποσυστήματα, η διασύνδεσή του με το MIUS, ώστε από την δεύτερη θέση ο χειριστής να ελέγχει αριθμό μη επανδρωμένων μαχητικών σε επιχειρήσεις, υπόσχεται να αλλάξει τα δεδομένα.

Μπορεί ορισμένοι να μειδιούν με την δήθεν “κατάντια” των υποδεέστερων τουρκικών F-16 αλλά η τουρκική βιομηχανία εργάζεται ήδη ώστε να τους προσδώσει ικανότητα διασυνδέσεως και από κοινού επιχειρήσεων με MIUS. Όταν λοιπόν η Πολεμική Αεροπορία θα έχει εντάξει πλήρως στο δυναμικό της τα F-16V, μαζί με τα Rafale, και ίσως εισέρχεται στην εποχή του F-35, ο αντίπαλος θα περνά στην “ρομποτική” εποχή της εναερίου μάχης. 

Συνεπώς, μια ελληνική αντίδραση, θα πρέπει να κινηθεί ως εξής:

α) σε επίπεδο ΓΕΕΘΑ – ΓΕΑ, να απασχολεί ήδη η επαύξηση των επιχειρησιακών ικανοτήτων των μαχητικών της, μέσω διασυνδέσεως και συνεργατικής δράσεως με μη επανδρωμένα μαχητικά.

β) σε επίπεδο Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας, καθώς χάθηκαν οι ευκαιρίες βιομηχανικής συμμετοχής στην προμήθεια Rafale (και μελλοντικώς F-35;) η ένταξή της ως εταίρου σε ένα πρόγραμμα αναπτύξεως μη επανδρωμένου μαχητικού.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: