ΣΧΟΛΙΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ : Ένα από τα καλά άρθρα που σπανίζουν τελευταία Διαβάστε το με προσοχή όταν θα έχετε χρόνο.Μην το διαβάστε επιπόλαια ή διαγώνια.Το άρθρο διαπιστώνει με ορθολογισμό τα προβλήματα και μένει εκεί. Αυτή η ανάλυση είναι ακριβώς και το θεμέλιο στο οποίο η πολιτική τσογλανοπαρέα βασίζει το δόγμα ηττοπάθειας "τι να πάμε σε πόλεμο;;" Αλλά δεν φταίει η ανάλυση για αυτή την πολιτική, φταίει η διαρκής πολυανεπάρκεια της πολιτικής τσογλανοπαρέας.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Πρόλογος
Η διεθνής κατάσταση, όπως εξελίσσεται με επιταχυνόμενο ρυθμό κατά τα τελευταία έτη, διαλύει τις ψευδαισθήσεις των αφελών περί «Τέλους της Ιστορίας». Ο κόσμος του Ψυχρού Πολέμου και της «Μονοπολικής Στιγμής» των ΗΠΑ έχει εκπνεύσει, το ίδιο και η «Φιλελεύθερη Διεθνής Τάξη»[i] που είχε εγκαθιδρυθεί μετά τον Β’ ΠΠ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκαλύπτεται ως αυτό που στην πραγματικότητα ήταν ανέκαθεν, καλυπτόμενη πίσω από τις περιστάσεις της περιόδου 2000-2020: μία ενιαία αγορά σχετικά ευκατάστατων αλλά πολιτικά και στρατιωτικά αδύναμων κρατών, πρακτικά υποτελών στις ΗΠΑ, χωρίς πολιτική υπόσταση, και με βεβαιότητα χωρίς ιδία πολιτική ισχύ πέραν της ισχύος επιβολής κανόνων εντός των ορίων της -ακόμη κι αυτή φθίνουσα τα τελευταία χρόνια και με φθίνουσα προοπτική.
Σε αυτό το νέο καθεστώς διαλύονται επίσης γρήγορα οι ψευδαισθήσεις που είχαν δημιουργηθεί τόσο στις ηγετικές τάξεις της Χώρας όσο και στην κοινωνία της περί ασφάλειας που διασφαλίζεται από τη συμμετοχή μας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αν δεν αποτρέπει πλήρως την τουρκική επεκτατικότητα, τουλάχιστον την περιορίζουν ουσιωδώς και την τηρούν υπό έλεγχο. Σταδιακά, και με επιταχυνόμενο ρυθμό, καθίσταται εμφανές ότι οι «τρίτοι» που τηρούσαν την Τουρκία υπό έλεγχο εκλείπουν, είτε επειδή είναι απρόθυμοι να εμπλακούν στις υποθέσεις της περιοχής μας, είτε επειδή δεν έχουν την ισχύ να το κάνουν. Στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται, οι απειλές είναι πολύ πιο έντονες, οι κίνδυνοι πολύ μεγαλύτεροι, και ο καθένας σταδιακά υπεύθυνος για τη δική του ασφάλειά· όχι εκτός συμμαχιών, αλλά εκτός της ασφάλειας που παρέχει η απόλυτη επικυριαρχία μίας μεγάλης δυνάμεως στην περιοχή. Υπό το πρίσμα αυτό, η στρατιωτική ισχύς αποκτά εντελώς διαφορετική σημασία για την εθνική ασφάλεια.
Εισαγωγή
Από την κρίση του 2020, οπότε η νέα κυβέρνηση ανακάλυψε βεβιασμένα τη χρησιμότητα της στρατιωτικής ισχύος, και ακόμη περισσότερο από την ανάληψη του χαρτοφυλακίου Εθνικής Αμύνης από τον νυν υπουργό κ. Δένδια, η συζήτηση περί στρατιωτικής ισχύος στη δημόσια συζήτηση έχει επιταθεί.
Η δημόσια συζήτηση για την Εθνική Άμυνα συνηθέστατα περιστρέφεται γύρω από την προμήθεια σύγχρονων κυρίων συστημάτων (μαχητικών, φρεγατών, αρμάτων μάχης) και ακόμη περισσότερο γύρω από το κόστος τους. Σε κάπως πιο «εξεζητημένους» κύκλους γίνονται έντονες συζητήσεις γύρω από την καταλληλότητα του ενός ή άλλου οπλικού συστήματος και πιο πρόσφατα, καθώς τα σχετικά προβλήματα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων έχουν καταστεί εξόφθαλμα, γύρω από τα ποσοστά στελέχωσής τους καθώς και την κατάσταση του υφισταμένου εξοπλισμού. Οι συζητήσεις αυτές έχουν το ενδιαφέρον τους· είναι όμως ακόμη πιο ενδιαφέρον να εξεταστεί το ζήτημα της στρατιωτικής ισχύος από μία «ανώτερη» και πιο αφηρημένη σκοπιά, δηλαδή από απόψεως «υψηλής στρατηγικής». Πιο απλά, θα εξεταστεί η δυνατότητα της Χώρας να παραγάγει στρατιωτική ισχύ υπό τις παρούσες περιστάσεις, με δεδομένους τους πόρους που τώρα διαθέτει ή που δύναται να διαθέσει ή που φαίνεται να είναι διατεθειμένη να διαθέσει για τη δημιουργία στρατιωτικής ισχύος, και της εν γένει δυνατότητάς της να μετασχηματίσει τους πόρους αυτούς σε πραγματική στρατιωτική ισχύ.
Οι Πόροι
Οι αντικειμενικές πηγές της στρατιωτικής ισχύος είναι οι πόροι που διατίθενται για τη δημιουργία της. Είναι σημαντικό να έχουμε αντίληψη της σχέσης των εκατέρωθεν πόρων της στρατιωτικής ισχύος.
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν
Ο πρώτος βασικός πόρος για τη δημιουργία στρατιωτικής ισχύος είναι, φυσικά, ο πλούτος μίας χώρας, ή δεῖ δὲ χρημάτων, καὶ ἄνευ τούτων οὐδὲν ἔστι γενέσθαι τῶν δεόντων. Συμβατικά, στην Οικονομική Επιστήμη το μέτρο του παραγόμενου πλούτου σε μία χώρας δίνεται από το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας. Η σχετική εικόνα για την Ελλάδα και την Τουρκία φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα, μαζί με την ιστορική εξέλιξή της.
Το ανωτέρω διάγραμμα δείχνει ότι για το 2023 το ΑΕΠ της Ελλάδος ήταν $220 δις ενώ κατά το ίδιο έτος της Τουρκίας ήταν $1.260 δις (ή 1,26 τρις). Τα δύο αυτά νούμερα, ο λόγος των οποίων είναι 1 : 5,7, αποτελούν τη βάση στην οποία στηρίζονται οι δυνατότητες δαπανών των δύο χωρών.
Όπως μάθαμε από την πικρή περίοδο της “Ισχυρής Ελλάδος”, το ΑΕΠ αποτελεί ένα “τρέχον” μέτρο της παραγωγής πλούτου μίας χώρας, που δεν δίνει λεπτομέρειες ούτε για την “ποιοτική” του σύσταση ούτε για τις προοπτικές εξέλιξής του. Επειδή φίλοι οικονομολόγοι θα σπεύσουν να σχολιάσουν εμφατικά ότι η Τουρκική οικονομία και η οικονομική πολιτική, και ιδιαίτερα η νομισματική και μακροοικονομική πολιτική που ακολουθεί η Τουρκική κυβέρνηση, είναι “ανορθόδοξες”, “ακρασφαλείς”, “καταστροφικές” ή διάφορα αντίστοιχα, και “οδηγούν νομοτελειακά στην κατάρρευσή της”, ας παρατηρηθεί απλώς το εξής: οι παρατηρήσεις αυτές διατυπώνονται επίμονα και συστηματικά εδώ και χρόνια, με τις αντίστοιχες προβλέψεις ή προσδοκίες κατάρρευσης/κρίσης/χρεωκοπίας κ.λπ., κι έχουν μέχρι σήμερα εξ ίσου επίμονα και συστηματικά διαψευσθεί. Ο συντάκτης του παρόντος δεν είναι οικονομολόγος και δεν διαθέτει ειδικές γνώσεις επί του θέματος· θεωρώντας όμως και στην οικονομική επιστήμη τα ιστορικά δεδομένα πολύ πιο σημαντικά από οποιαδήποτε οικονομική θεωρία, εκτιμά πώς από τους οικονομολόγους και οικονομολογούντες προφανώς διαφεύγει κάποιος συστηματικός παράγων, και πως η ασφαλέστερη εκτίμηση για το μέλλον είναι ότι η πορεία ανάπτυξης, λίγο περισσότερο ή λίγο λιγότερο έντονης, θα συνεχιστεί. Από την άλλη πλευρά, το ελληνικό ΑΕΠ, μετά τη δραματική συμπίεση που υπέστη κατά τη διάρκεια της Κρίσης Χρέους και μετά την περιορισμένη ανάκαμψη που άρχισε με τη λήξη των “Μνημονίων”, έχει βασίσει την όποια περιορισμένη αύξησή του στον τουρισμό, στις αγορές ακινήτων από αλλοδαπούς (που βαφτίζονται «ξένες επενδύσεις»), και στις μεγάλες εισροές της έκτακτης ευρωπαϊκής βοήθειας για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ενώ η πληθυσμιακή βάση της Χώρας, κρίσιμος παράγων οικονομικής ανάπτυξης ιστορικά, που ήταν ήδη βαθύτατα προβληματική μέχρι το 2010, υπέστη επιπλέον βαρύτατο πλήγμα κατά τη διάρκεια της Κρίσης Χρέους, με την έξοδο σημαντικού μέρους του παραγωγικού (και αναπαραγωγικού) πληθυσμού.
Το απλό συμπέρασμα είναι ότι ο διαθέσιμος πλούτος των δύο χωρών, ο οποίος αποτελεί την υλική βάση της μεταξύ τους αντιπαραθέσεως ισχύος, είναι εξαιρετικά άνισος και πιθανότατα θα επιδεινωθεί περαιτέρω στο προβλεπτό μέλλον.
Η Βιομηχανική και Τεχνολογική Βάση
Πέραν του πλούτου από τον οποίον αντλεί τη στρατιωτική της ισχύ μία χώρα, άλλη κρίσιμη παράμετρος για την ισχύ αυτή είναι η βιομηχανική και τεχνολογική βάση της χώρας. Η συζήτηση περί αμυντικής βιομηχανίας στην Ελλάδα μαρτυρά ότι γενικώς δεν είναι κατανοητός ο τρόπος επίδρασης της βιομηχανικής και τεχνολογικής ισχύος στη στρατιωτική ισχύ· εν πάση περιπτώσει, διαισθητικά έστω, όλοι κατανοούν ότι η βιομηχανική και τεχνολογική ανάπτυξη είναι πολύ σημαντικές για τη στρατιωτική ισχύ μίας χώρας.
Είναι λοιπόν χρήσιμο να αποτυπωθεί ποσοτικά η κατάσταση στον τομέα αυτόν και το ισοζύγιο των δύο χωρών. Το διάγραμμα που ακολουθεί αποτυπώνει την κατάσταση:
Πρόκειται για το ποσοστό του ΑΕΠ που προέρχεται από προστιθέμενη αξία βιομηχανικής δραστηριότητας στην κάθε χώρα. Σε γενικές γραμμές, ο βιομηχανικός τομέας κυμαίνεται περί το 20% της τουρκικής οικονομίας, ενώ στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται περί το 10%. Η αναφορά στα ποσοστά έχει τη σημασία της αλλά είναι ταυτόχρονα και παραπειστική για τη σύγκριση του βιομηχανικού τομέα των δύο χωρών, μιας και τα ποσοστά αφορούν εντελώς διαφορετικά μεγέθη ΑΕΠ: το 20% του βιομηχανικού τομέα της Τουρκίας είναι το 20% μίας οικονομίας περίπου 5,5 φορές μεγαλύτερης από την ελληνική. Με απλά λόγια, η τουρκική οικονομία είναι και πολύ μεγαλύτερη και αναλογικά πολύ πιο εκβιομηχανισμένη από την ελληνική.
Οι Ανθρώπινοι Πόροι
Πέραν των υλικών πόρων που έχει μία χώρα στη διάθεσή της, η ετέρα κατηγορία κρίσιμων πόρων είναι το ανθρώπινο δυναμικό. Συνηθίζουμε να λέμε το αυτονόητο: ο τουρκικός πληθυσμός είναι 8 φορές μεγαλύτερος από τον ελληνικό. Σε αυτή τη γενική περιγραφή υπεισέρχεται πάντοτε ο παράγων του κουρδικού στοιχείου και του πλήθους του, που ασφαλώς αλλοιώνει το “8 φορές μεγαλύτερος”, αλλά από την άλλη στην Ελλάδα είθισται να θεωρούνται οι Κούρδοι ως de facto εχθρικοί πληθυσμοί προς το τουρκικό κράτος, κάτι το οποίο ισχύει για μέρος μόνον αυτών· οι Κούρδοι είναι σημαντικό μέρος του πληθυσμού της Τουρκίας αλλά μέρος μόνον αυτών διάκεινται εχθρικά προς την Τουρκία.
Ένας διαφορετικός τρόπος για να δει κανείς τα περιθώρια κινητοποίησης προσωπικού φαίνεται στο κάτωθι σχήμα:
Το διάγραμμα απεικονίζει το απασχολούμενο στον αμυντικό τομέα προσωπικό ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού σε κάθε χώρα. Έτσι, φαίνεται ότι στην Ελλάδα με τις δραματικά υποστελεχωμένες Ένοπλες Δυνάμεις, το απασχολούμενο προσωπικό κινείται περί το 3% του συνολικού εργατικού δυναμικού της Χώρας, ενώ η Τουρκία, με τις χαρακτηριστικά μεγάλες Ένοπλες Δυνάμεις, απασχολεί μόλις το 1,5% του διαθεσίμου εργατικού δυναμικού. Το γεγονός ότι το 1991 η Ελλάς απασχολούσε το 5% του διαθεσίμου εργατικού της δυναμικού στις Ένοπλες Δυνάμεις δείχνει ότι η επάνοδος σε ένα τέτοιο επίπεδο δεν είναι αδύνατη, αν και είναι ενδιαφέρον το τι θεωρείται «εργατικό δυναμικό» της Ελλάδος σήμερα, μετά από τις μαζικές χορηγήσεις αδειών παραμονής και εργασίας σε λαθρομετανάστες. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι η Τουρκία δύναται να διατηρεί ισχυρότατες και μεγάλες σε όγκο ένοπλες δυνάμεις πιέζοντας πολύ λιγότερο το εργατικό της δυναμικό, είναι εξόχως χαρακτηριστικό. Για το ενδεχόμενο η διαφορά μεταξύ του 1,5% και το 3% ή 5% θεωρηθεί «πολύ μικρή», επισημαίνεται ότι αυτά τα ποσοστά αφορούν το σύνολο του εργατικού δυναμικού· η στρατολόγηση του στρατιωτικού προσωπικού γίνεται από το άρρεν, σχετικά νέας ηλικίας προσωπικό, συνεπώς η διαφορά στο εργατικό δυναμικό ενδιαφέροντος είναι προφανώς δραματικά μεγαλύτερη.
Τα ανωτέρω στοιχεία παρέχουν μία πολύ αδρή γεύση του πώς διαμορφώνονται όχι συγκυριακά αλλά ιστορικά τα βασικά μεγέθη των δύο χωρών που έχουν σημασία για τη στρατιωτική τους -και όχι μόνον, άλλωστε- ισχύ.
Μία τελική παρατήρηση επ’ αυτού: τα ανωτέρω μεγέθη δεν αποτελούν αποτελέσματα βραχυχρονίων πολιτικών επιλογών της μίας ή της άλλης κυβερνήσεως. Αποτελούν ιστορικά αποτελέσματα ιστορικών πολιτικών και στρατηγικών επιλογών των ηγετικών τάξεων των δύο χωρών, διαμορφώθηκαν σε βάθος χρόνου, δεν ανατρέπονται βραχυχρόνια και αποτελούν πολύ βαθύτερες ιστορικές επιλογές των κοινωνιών και των ηγεσιών τους.
Οι Στρατιωτικοί Οργανισμοί και το “Ποιοτικό Πλεονέκτημα”
Με δεδομένο το χάσμα των πόρων που τροφοδοτούν τους στρατιωτικούς μηχανισμούς των δύο χωρών, στοιχείο που δεν μπορεί να αποκρυβεί από κανέναν νουνεχή άνθρωπο, γίνεται συχνά αναφορά στο «ποιοτικό πλεονέκτημα» που οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις διαθέτουν. Αυτή είναι μία στερεότυπη όσο και ενδιαφέρουσα αναφορά που είναι σημαντικό να εξεταστεί.
Το πρώτο ερώτημα είναι από ποιους πιθανούς λόγους θα προέκυπτε ένας τέτοιος ισχυρισμός, με δεδομένο ότι ένας τέτοιο χαρακτηριστικό μόνον από συστηματικούς λόγους θα μπορούσε να προκύπτει και όχι από κάποια μεταφυσική αιτία. Όμως εκτός από υπόρρητους μεταφυσικούς λόγους, κανένα έμπρακτο επιχείρημα δεν προβάλλεται που να υποστηρίζει τη θέση αυτή. Δυστυχώς, τα πραγματικά δεδομένα μάλλον το αντίθετο στοιχειοθετούν.
Οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις κατά τα τελευταία έτη, όπως και παλαιότερα, έχουν διεξαγάγει πολλές μεγάλης κλίμακας πολεμικές επιχειρήσεις. Καμία από αυτές δεν ήταν εναντίον «ισοδυνάμου» (peer) αντιπάλου, παρ’ όλα αυτά πρόκειται για μεγάλες κινητοποιήσεις του συνολικού στρατιωτικού μηχανισμού εναντίον πραγματικών αντιπάλων. Επειδή στην κοινή γνώμη επικρατεί η ψευδαίσθηση ότι η εμπειρία έγκειται στην εμπειρία των τυφεκιοφόρων και των διοικητών μικρών κλιμακίων να διεξαγάγουν επιχειρήσεις, θα πρέπει να τονιστεί ότι η μεγαλύτερη δυσκολία στις πραγματικές επιχειρήσεις έγκειται στην επίδοση στο υψηλότερο επίπεδο: στην πραγματική, επιχειρησιακή λειτουργία του Συστήματος Διοικήσεως, Ελέγχου και Πληροφοριών, του συστήματος Διοικητικής Μέριμνας, του συστήματος Επιστρατεύσεως, στην πολεμική κινητοποίηση των ΕΔ (πράγμα απείρως πιο δύσκολο απ’ ότι εικάζεται), κ.ο.κ. Εξ αιτίας του κόστους και της λειψανδρίας, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, και ιδιαίτερα ο Ελληνικός Στρατός, έχει να κινητοποιηθεί σοβαρά επί δεκαετίες. Όποτε έχουν κινητοποιηθεί, η κινητοποίηση αφορούσε συνήθως την ΠΑ και το ΠΝ, και χωρίς καμία πραγματική εξωτερική πίεση. Οι μεγάλης κλίμακας ασκήσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά το χερσαίο μέρος τους, είναι στην πραγματικότητα εικονικές και εμπλέκουν μικρό μέρος μονάδων. Επιπλέον, το επίπεδο επανδρώσεως των χερσαίων δυνάμεων είναι τέτοιο που δεν επιτρέπει σοβαρή εκπαίδευση ούτε σε επίπεδο μονάδων. Οι λίγες και μικρές μονάδες των Ειδικών Δυνάμεων που έχουν ικανοποιητική επάνδρωση θα παίξουν κρίσιμο ρόλο μόνον σε περίπτωση κρίσεων και όχι ευρύτερων πολεμικών επιχειρήσεων -που είναι όμως πάντοτε η υποκρυπτόμενη αλλά κρίσιμη απειλή σε οποιαδήποτε κρίση. Συνεπώς, από πλευράς έμπρακτης εμπειρίας, η οποία θα μπορούσε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό περί «ποιοτικής ανωτερότητας» των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη.
Από πλευράς ανθρωπίνου δυναμικού, η ποιότητα των ενόπλων δυνάμεων κρίνεται κατ’ εξοχήν από το επίπεδο των μονίμων αξιωματικών τους, οι οποίοι κυρίως -αν και όχι απόλυτα- διαμορφώνουν το συνολικό επίπεδο του οργανισμού. Το επίπεδο των μονίμων αξιωματικών με τη σειρά του διαμορφώνεται από τις διαδικασίες επιλογής, ιδίως όμως από το επίπεδο της λεγόμενης «Επαγγελματικής Στρατιωτικής Εκπαιδεύσεως» (Professional Military Education), δηλαδή από το σύνολο των σχολών και σχολείων που παρέχουν ατομική επαγγελματική εκπαίδευση και στρατιωτική παιδεία στους αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεών τους, διαμορφώνοντάς τους ως επαγγελματίες. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα οι σχετικές σχολές είναι οι παραγωγικές σχολές των ΕΔ που αφορούν τους αξιωματικούς (ΣΣΕ, ΣΝΔ, ΣΙ), οι σχολές πολέμου (ΣΠΣΞ, ΝΣΠ, ΑΣΠ και ΑΔΙΣΠΟ) και η ΣΕΘΑ. Αυτές είναι οι σχολές που παρέχουν στρατιωτική παιδεία (και όχι στρατιωτική εκπαίδευση υπό τη στενή έννοια) και διαμορφώνουν επαγγελματικά τους στρατιωτικούς μας. Για όποιον είναι στοιχειωδώς εξοικειωμένος με τον χώρο αυτόν, το επίπεδό του είναι απλώς απογοητευτικό, κατά μείζονα δε λόγο εάν συγκριθεί με το επίπεδο των αντιστοίχων τουρκικών σχολών.
Από πλευράς ανθρωπίνου δυναμικού, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις πάσχουν χρονίως από οξύτατο πρόβλημα υποστελέχωσης. Όπως προαναφέρθηκε, το πρόβλημα είναι τόσο οξύ και τέτοιας εκτάσεως, ιδίως στον Ελληνικό Στρατό, που τίθεται εν αμφιβόλω συνολικά η ικανότητά του να διεξαγάγει οποιαδήποτε μείζονα πολεμική επιχείρηση. Το πρόβλημα αυτό οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους: ο πρώτος σχετίζεται με το συνολικό ανθρώπινο δυναμικό της κάθε πλευράς, ενώ ο δεύτερος οφείλεται στην τουλάχιστον μυστηριώδη διαχείριση του ζητήματος από τις ελληνικές πολιτικές ηγεσίες: σε μία χώρα που ιστορικά αντιμετωπίζει την Τουρκία, μία πολύ μεγαλύτερη χώρα με πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό και Ένοπλες Δυνάμεις, περί το 2000 αποφασίστηκε η μετατροπή του στρατού σε… ημιεπαγγελματικό, επειδή αυτό έκαναν οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης που είχαν ως αντίπαλο την ΕΣΣΔ(!) η οποία είχε καταρρεύσει. Από το 2000 μέχρι σήμερα, εν όψει της οξύτατης υποστελέχωσης, οι ΕΔ έχουν υποστεί αναρίθμητες «αναδιοργανώσεις», «αναδιαρθρώσεις», «εξορθολογισμούς» και λοιπά συναφή και συμπαθή, πλην όμως ο κύκλος δεν έχει κατορθώσει να τετραγωνιστεί. Οι συνεχείς κι επανερχόμενες αναφορές σε «στρατόπεδα του εσωτερικού που δεν εξυπηρετούν τίποτα και πρέπει να κλείσουν» είναι κατ’ αρχήν ορθές, αλλά παρακάμπτουν την ουσία του προβλήματος, αφού στην πράξη δεσμεύουν ένα ελάχιστον μέρος του ελλίποντος ανθρωπίνου δυναμικού, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν μία όψη ενός προβλήματος το οποίο παρασιωπάται: την απροθυμία του στρατεύσιμου πληθυσμού να υπηρετήσει κανονική στρατιωτική θητεία. Έτσι, συστηματικά δεν γίνεται λόγος για το στρατεύσιμο ή και μόνιμο προσωπικό που μαζικά λιμνάζει σε διάφορες υπηρεσίες των Αθηνών, και το οποίο αποτελεί τον μεγάλο όγκο του «κρυμμένου» προσωπικού, ενώ κατά μείζονα λόγο δεν γίνεται κουβέντα για την αύξηση της στρατιωτικής θητείας. Σε μία χώρα που αντιμετωπίζει το στρατιωτικό πρόβλημα της Ελλάδας, το πολιτικό προσωπικό θεωρεί πολιτικώς εξαιρετικά επικίνδυνο και ζημιογόνο το ζήτημα της αύξησης της θητείας κατά… δύο μήνες, αύξηση που είναι σχεδόν αδιάφορη για το πρόβλημα. Το αποτέλεσμα είναι όχι απλώς ένας τραγικά υποστελεχωμένος οργανισμός, αλλά ένας οργανισμός που ακόμη και αυτό το επίπεδο στελεχώσεως επιτυγχάνεται με μόνιμο προσωπικό, και μάλιστα σε πολύ υψηλό ποσοστό από γυναίκες. Εδώ οι συνταγές καταστροφής είναι πολλαπλές. Οι μόνιμοι οπλίτες έχουν πρακτικά προσληφθεί με την προοπτική πλήρους επαγγελματικής σταδιοδρομίας στις ΕΔ, δηλαδή θητείας μέχρι τη συμπλήρωση της συνταξιοδότησής τους· το καθεστώς αυτό δεν υφίσταται πουθενά στον κόσμο, για προφανείς λόγους: οι ένοπλες δυνάμεις απαιτούν νεανικούς πληθυσμούς, ενώ το καθεστώς αυτό επιτυγχάνει, στην καλύτερη περίπτωση, δηλαδή στην περίπτωση της ομαλής, συνεχούς, τροφοδοτήσεώς του, μεσοσταθμικά μεσήλικους πληθυσμούς. Φυσικά, στην Ελλάδα δεν ισχύει καν η καλύτερη περίπτωση, αφού η όλη μετάβαση έγινε ξαφνικά και μαζικά, με αποτέλεσμα να προσληφθεί σε μία χρονική στιγμή όλο το απαραίτητο προσωπικό (για την ακρίβεια: όσο μπορούσε να χρηματοδοτηθεί), το οποίο εξ ίσου ξαφνικά και μαζικά αποχωρεί, επιφέροντας ένα επιπλέον πλήγμα στον στρατιωτικό οργανισμό. Και φυσικά, σε μία χώρα χωρίς χρηματικούς πόρους, το κόστος του μονίμου προσωπικού είναι περίπου το ήμισυ των -ούτως ή άλλως περιορισμένων- στρατιωτικών δαπανών, καθιστώντας αδύνατη οποιαδήποτε σοβαρή στρατιωτική επένδυση.
Επιπροσθέτως, από καθαρά τεχνολογικής/τεχνικής πλευράς, η ικανότητα ενός στρατιωτικού οργανισμού να προσαρμόζει τα τεχνικά του μέσα στις ανάγκες που ανακύπτουν, ακόμη και στις βραχυπρόθεσμες, σχετίζεται άμεσα με την ύπαρξη και τη συσχέτισή του με τη βιομηχανική και τεχνολογική βάση της χώρας. Όποιος έχει εικόνα των πρόσφατων και σύγχρονων πολεμικών επιχειρήσεων, γνωρίζει πόσο άμεση και κρίσιμη υπήρξε και είναι η συνδρομή των μηχανικών σε κρίσιμους τομείς επιχειρήσεων, και πώς η συνδρομή αυτή υπάρχει (ή δεν υπάρχει) ανάλογα με την ύπαρξη μηχανικών με ενεργό τεχνογνωσία, δηλαδή με εμπλοκή σε βιομηχανικό σχεδιασμό και παραγωγή.
Βάσει των ανωτέρω, είναι πραγματικά αξιοπερίεργη η βαθιά εδραιωμένη στην κοινωνία μας πεποίθηση περί «ποιοτικού πλεονεκτήματος» στον στρατιωτικό τομέα.
«Μα δεν έχουμε τους καλύτερους χειριστές μαχητικών στον κόσμο; Δεν είναι οι κυβερνήτες των πολεμικών μας πλοίων πολύ καλύτεροι από τους τούρκους ομολόγους τους;»
Είναι γεγονός ότι οι χειριστές της Πολεμικής Αεροπορίας έχουν παγκοσμίου κλάσεως επιδόσεις και αυτό δεν αποτελεί κάποια μεταφυσική πεποίθηση: το επίπεδό τους δοκιμάζεται συνεχώς μέσω της συμμετοχής τους σε διεθνείς, συνηθέστατα διαγωνιστικές, ασκήσεις όπου διαγωνιζόμενοι χειριστές κορυφαίων αεροποριών φέρνουν εξαιρετικά αποτελέσματα, ενώ τα δεδομένα από τις αναχαιτήσεις στο Αιγαίο ήταν επίσης συντριπτικά. Αυτό δεν αποτελεί κάποιον αστικό μύθο· μπορεί εύκολα να διασταυρωθεί από «σχεδόν» ανοικτές πηγές. Σε αντίθεση με τους Έλληνες χειριστές, οι τούρκοι ομόλογοί τους έχουν όχι απλώς υποδεέστερες αλλά αντικειμενικά κακές επιδόσεις και στις διεθνείς διαγωνιστικές ασκήσεις αποτελούν αντικείμενο συγκατάβασης των υπολοίπων συναδέλφων τους; Γιατί σε αυτόν ειδικά τον τομέα τόσο εξαιρετικές επιδόσεις από πλευράς Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων; Το παράδειγμα είναι διαφωτιστικό:
Κατά το 1973-1974, μαζί με την προμήθεια των αεροσκαφών Phantom από τις ΗΠΑ, η ΠΑ ζήτησε και πέτυχε το -μάλλον μοναδικό- προνόμιο οι χειριστές της που πήγαν στις ΗΠΑ όχι μόνον να εκπαιδευτούν στη χρήση του αεροσκάφους αλλά να λάβουν πλήρη πολεμική εκπαίδευση, δηλαδή να εκπαιδευτούν στην επιχειρησιακή χρήση του αεροσκάφους και στις σύγχρονες -τότε- τακτικές μάχης, που είχαν εξελιχθεί στον πόλεμο του Βιετνάμ. Η εκπαίδευση αυτή προκάλεσε κατάπληξη στην ΠΑ, που συνειδητοποίησε ότι μέχρι τότε οι χειριστές της περίπου… έκαιγαν απλώς κηροζίνη κατά την επιχειρησιακή τους εκπαίδευση. Προς τιμήν της, η ηγεσία της ΠΑ εκμεταλλεύτηκε άμεσα και, κυρίως, συστηματικά το πλεονέκτημα που της δόθηκε τότε, ιδρύοντας το 1975 το Σχολείο Όπλων-Τακτικής της ΠΑ. Το ΣΟΤ αποτελεί μέχρι σήμερα το εργαστήριο στο οποίο οι τακτικές της ΠΑ εξελίσσονται συνεχώς, συστηματικά, και διαχέονται συστηματικά σε όλες τις Πτέρυγες των μαχητικών της. Το δε ΣΟΤ αποτελεί την κορωνίδα του εκπαιδευτικού συστήματος, για τοποθέτηση στο οποίο διαγκωνίζονται, ως απόδειξη αριστείας, οι χειριστές της ΠΑ. Ταυτόχρονα σχεδόν με την έναρξη της λειτουργίας του ΣΟΤ, στο Αιγαίο άρχισε η συστηματική επιθετική παρουσία της Τουρκικής Αεροπορίας, με συνεχείς παραβιάσεις και εμπλοκές, που διαρκεί μέχρι τις ημέρες μας. Η κατάσταση αυτή έθεσε τους χειριστές της ΠΑ σε συνεχή, οιονεί πραγματική, πίεση από τον πραγματικό αντίπαλο, με τις ικανότητες να ελέγχονται συνεχώς, σε ρεαλιστικές συνθήκες από τον πραγματικό αντίπαλο. Επιπλέον, το σύστημα επιλογής και εκπαίδευσης χειριστών μαχητικών, σχεδόν αντίγραφο του αμερικανικού, για λόγους που είχαν και έχουν σχέση με την ειδική φύση του αεροσκάφους, τηρείται αυστηρά. Η τήρηση αυτή σημαίνει πρωτοφανές ποσοστό απορρίψεων υποψηφίων και εκπαιδευομένων κατά τα διαδοχικά στάδια εκπαίδευσης και αξιολόγησης, ενώ η διαδικασία είναι σχετικώς αδιάβλητη. Κατά τα τελευταία έτη η αυστηρότητα της αξιολόγησης έχει, δυστυχώς, εξ ανάγκης μειωθεί σημαντικά λόγω της μείωσης των εισερχομένων στη ΣΙ, αλλά σε γενικές γραμμές η βασική αρχή ισχύει. Σε κάθε περίπτωση, τα τρία αυτά στοιχεία συνθέτουν έναν συγκεκριμένο μηχανισμό διαμόρφωσης χειριστών που διασφαλίζει πολύ υψηλή ποιότητα. Όμως ο μηχανισμός επιλογής και εκπαίδευσης χειριστών μαχητικών αφορά ένα εξαιρετικά περιορισμένο εύρος της επαγγελματικής εκπαίδευσης των ΕΔ. Η μάχη αέρος-αέρος αποτελεί ένα πολύ περιορισμένο μέρος της αεροπορικής μάχης, και η αεροπορική μάχη αποτελεί περιορισμένο μέρος μίας συγκρούσεως μεταξύ ενόπλων δυνάμεων. Επιπλέον, η σύγκρουση μεταξύ ενόπλων δυνάμεων αποτελεί το επιστέγασμα της προετοιμασίας, του σχεδιασμού, της οργανώσεως και της τακτικής και του δόγματος των στρατιωτικών οργανισμών, που είναι ακόμη ευρύτερα πεδία και τα οποία απαιτούν τη δική τους επαγγελματική προετοιμασία και εκπαίδευση. Π.χ. είναι στο όριο του κωμικού να τοποθετείται ένας ιπτάμενος επισμηναγός από μία πολεμική μοίρα σε μία θέση που χειρίζεται μεγάλες συμβάσεις, χωρίς καμία προετοιμασία για το πολύπλοκο διαχειριστικό και νομικό αντικείμενο αυτό, και να αναμένεται ότι αυτός είναι σε θέση να εργαστεί παραγωγικά και να αποδώσει αποτελέσματα. Θα ήταν αξιοπερίεργο να αποδίδει εξαιρετικά σε καθήκοντα αξιωματικού πληροφοριών ένας χειριστής, ακόμη κι ο κορυφαίος, που τον παίρνουν από την πίστα και τον τοποθετούν απροετοίμαστο σε μία σχετική θέση.
Ο μηχανισμός διασφάλισης ποιότητας των χειριστών μαχητικών περιγράφει ακριβώς και τους λόγους για τους οποίους δεν υφίσταται υποψία ιδιαίτερης ποιότητας στην επαγγελματική εκπαίδευση των αξιωματικών στα άλλα αντικείμενα, επίπεδα καθώς και στους άλλους κλάδους. Ας σημειωθεί ότι ένας συγκεκριμένος, έστω και «έμμεσος» μηχανισμός που το ΠΝ χρησιμοποιούσε μέχρι πριν από κάποια χρόνια για να διατηρεί υψηλό το επίπεδο της επαγγελματικής του στρατιωτικής εκπαιδεύσεως, δηλαδή η αποστολή σημαντικού αριθμού αξιωματικών σε σχολές και σχολεία του εξωτερικού, έχει περικοπεί δραστικά τα τελευταία χρόνια, αφ’ ενός για οικονομικούς λόγους, αφ’ ετέρου επειδή η πίεση επί του προσωπικού είναι τέτοια που πλέον δεν υπάρχει περιθώριο για συνέχιση της πολιτικής αυτής.
Τονίζεται ότι είναι άλλο πράγμα οι χειριστές των μαχητικών, άλλο οι Ιπτάμενοι της ΠΑ και άλλο πράγμα η ΠΑ. Οι χειριστές των μαχητικών είναι οι Ιπτάμενοι της ΠΑ στις πολεμικές μοίρες, στον ρόλο τους ως χειριστές, αρχηγοί σμηνών, αξιωματικοί επιχειρήσεων, διοικητές μοιρών. Από εκεί και μετά, για τους ιδίους ανθρώπους αρχίζουν άλλα καθήκοντα με άλλες απαιτήσεις προετοιμασίας, που δυστυχώς δεν τους παρέχεται.
Από την τουρκική πλευρά τα πράγματα προφανώς δεν είναι ιδανικά (πουθενά και ποτέ δεν είναι τέλεια), διαφέρουν όμως ριζικά. Ιδίως από το επίπεδο των ανωτέρων βαθμών και άνω, επιλέγονται οι αξιωματικοί που προορίζονται να ανέλθουν στους ανωτάτους βαθμούς και η εκπαίδευσή τους, που διακρίνεται ουσιωδώς από των υπολοίπων, είναι εντατική και εξαιρετικά επιμελημένη, ακολουθώντας την -ζώσα- παράδοση της γερμανικής επιτελικής εκπαιδεύσεως που υιοθετήθηκε στο Οθωμανικό κράτος κατά τον 19ο αιώνα. Δεν είναι της παρούσης να αναλυθεί αυτή εδώ, αλλά και μόνον οι πόροι που αφιερώνονται στο σύστημα επαγγελματικής στρατιωτικής εκπαίδευσης είναι ενδεικτικοί της σημασίας που αποδίδεται σε αυτήν. Τα αποτελέσματά της είναι επίσης εμφανή στη συστηματικότητα και αρτιότητα του σχεδιασμού του τουρκικού στρατιωτικού μηχανισμού.
Συνεπώς, η όλη φιλολογία σχετικά με την «ποιοτική ανωτερότητα» των Ελληνικών Ενόπλών Δυνάμεων καλό θα ήταν να αντιμετωπίζεται με κάποια δυσπιστία.
Η Συστηματική Αδυναμία για «Ποιοτικό Πλεονέκτημα»
Αν τα περί «ποιοτικού πλεονεκτήματος» δεν ισχύουν στην πράξη, ποιοι είναι οι λόγοι αυτής της αποτυχίας; Το ερώτημα έχει σημασία επειδή θα μπορούσε να υποδείξει τρόπους ανατροπής αυτής της καταστάσεως.
Ο πρώτος λόγος που δεν μπορεί να επιτευχθεί «ποιοτικό πλεονέκτημα» είναι ότι οι ελληνικές ηγετικές, από την πολιτική και ιδεολογική τους συγκρότηση, δεν θεωρούν τη στρατιωτική ισχύ ως σημαντικό στοιχείο της πολιτικής ασφαλείας της Χώρας. Ρητώς και τυπικώς αναγνωρίζουν τη «μεγάλη της σημασία», πλην όμως στην πράξη πιστεύουν διαχρονικά και πλην ελαχίστων εξαιρέσεων ότι η ασφάλεια της Χώρας διασφαλίζεται από την ξένη προστασία, είτε αυτή έχει τη μορφή της μίας ή της άλλης «Μεγάλης Δυνάμεως», είτε τη μορφή κάποιας μεγάλης συμμαχίας ή ενώσεως κρατών -στις ημέρες μας το ΝΑΤΟ ή την ΕΕ[ii]. Η στρατιωτική ισχύς θεωρείται ως ένα δευτερεύον, συμπληρωματικό στοιχείο της ασφάλειας, περισσότερο χρήσιμο ως πρόσχημα για τη διασφάλιση της προστασίας παρά εργαλεία για τη διασφάλιση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Η σημασία του ανωτέρω παράγοντα στη στρατιωτική ισχύ και την ποιότητά της έγκειται όχι μόνον στους πόρους που η εκάστοτε πολιτική ηγεσία είναι διατεθειμένη να αφιερώσει στην άμυνα της Χώρας, αλλά πολύ περισσότερο στη σοβαρότητα και την ευθύνη με την οποία την αντιμετωπίζει, καθώς και στη συνέπεια και τη συνέχεια της πολιτικής. Αυτά ακριβώς είναι τα βασικά στοιχεία που ελλείπουν από την ελληνική αμυντική πολιτική διαχρονικά. Οι κυβερνήσεις αδιαφορούν για τον τομέα της άμυνας, τον θεωρούν ιδανικό χώρο μικροπολιτικής και όταν περιοδικά η Ιστορία τους θυμίζει εμπράκτως ότι η στρατιωτική ισχύς είναι κρίσιμο στοιχείο της εθνικής ασφαλείας, σπεύδουν με σπασμωδικές κινήσεις να «ανατάξουν» -φυσικά άμεσα- την προδήλως ανεπαρκή ισχύ. Αυτό πολύ απλά δεν γίνεται, και όσοι το διακηρύττουν είναι πολιτικοί απατεώνες.
Ο δεύτερος λόγος που δεν μπορεί να επιτευχθεί «ποιοτικό πλεονέκτημα» είναι η ανεπάρκεια της πολιτικής τάξης να ασκήσει οποιαδήποτε σοβαρή πολιτική, ακόμη και όταν, θεωρητικά, το επιδιώκει. Τα όρια αντίληψης, ανάλυσης και δράσης για την υιοθέτησης πολιτικών στη Χώρα είναι χαρακτηριστικά περιορισμένα, κι αυτό ασφαλώς δεν περιορίζεται στον τομέα της άμυνας αλλά είναι εξόφθαλμο σε όλες τις μείζονες πολιτικές. Από την αναπτυξιακή πολιτική, την εξωτερική πολιτική, την πολιτική εσωτερικής ασφαλείας ή την πολιτική στην παιδεία ή την υγεία, οι προτεινόμενες λύσεις και οι ακολουθούμενες πολιτικές είναι τόσο εντυπωσιακά ρηχές, συνθηματολογικές και δέσμιες της προτεραιότητας για άμεσες πολιτικές εντυπώσεις, και τόσο μακροπρόθεσμα, ιστορικά ατελέσφορες, που πραγματικά θα ήταν παράδοξο να περιμένει κανείς κάποιο καλύτερο αποτέλεσμα στην άμυνα.
Ένας επιπλέον, τρίτος βασικός λόγος για τον οποίον δεν μπορεί να επιτευχθεί «ποιοτικό πλεονέκτημα» είναι η μακροχρόνια, σχεδόν πάγια αναντιστοιχία μεταξύ του μεγέθους των επιχειρησιακών σχηματισμών που η Χώρα διατηρεί, σε σχέση με τις οικονομικές της δυνατότητες. Ειδικότερα, οι μεγάλες χερσαίες, ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις που ο αντίπαλος διατηρεί, και που δύναται να χρησιμοποιήσει εναντίον μας, οδηγεί τη Χώρα στην τήρηση κατ’ αναλογίαν μεγάλων επιχειρησιακών δυνάμεων. Επειδή πρακτικά, όμως, δεν μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε ικανοποιητικά τέτοιου μεγέθους δυνάμεις, ο στρατιωτικός μας σχεδιασμός καταφεύγει στην τήρηση ονομαστικά μεγάλων σχηματισμών, με την περιστασιακή προμήθεια σύγχρονων κυρίων συστημάτων «αναλόγων» ποσοτήτων. Η προμήθεια τέτοιων ποσοτήτων γίνεται εφικτή με την πλήρη απογύμνωση όλων των άλλων «δευτερευόντων» (δηλαδή λιγότερο εμφανών) συστημάτων, με χαμηλά αποθέματα εφοδίων, με τραγικά ανεπαρκείς εγκαταστάσεις, με δραματική υποστελέχωση, με παντελώς ανεπαρκείς προϋπολογισμούς για τη λειτουργία των μονάδων, με την υποχρηματοδότηση της υποστήριξης των εν χρήσει συστημάτων -παλαιών και νέων. Έτσι διατηρούνται αριθμητικώς «επαρκείς για τα σχέδια» μονάδες και σχηματισμοί, ιδίως μονάδες ελιγμού και υποστηρίξεως μάχης, με θεωρητική δύναμη και με Πίνακες Οργανώσεως και Υλικού και γενικώς εξοπλισμού που είναι πλήρεις μεν, εκτός λειτουργίας ή απηρχαιωμένα δε.
Μία φωτογραφία από μία πρόσφατη άσκηση των Πεζοναυτών στη Χίο, ελάχιστης σημασίας καθ’ εαυτή, συμπυκνώνει όλη την κατάσταση των ΕΔ -και όχι μόνον κατά τα τελευταία έτη:
Ο επί κεφαλής αξιωματικός φέρει τελευταίας μόδας κράνος, ο ασυρματιστής του δίπλα φέρει μία αρχαία κατσαρόλα, και οι δύο τους επιβαίνουν σε μία αποβατική άκατο ηλικίας μισού περίπου αιώνα. Το λιμοκοντόρικο αυτό μείγμα αποτελεί την καλύτερη σύνοψη της καταστάσεως αλλά και της επικρατούσας νοοτροπίας στις ΕΕΔ.
Η Ικανότητα των Αντιπάλων Χωρών να Διεξαγάγουν Πόλεμο
Συνηθέστατα η ικανότητα της Χώρας να κλιμακώσει την ένταση, με το πάντα υφιστάμενο ενδεχόμενο αυτή να εξελιχθεί σε πόλεμο, εξετάζεται από την πλευρά της στρατιωτικής ισχύος της Χώρας. Παρ’ όλο που αυτή αποτελεί κεντρικό στοιχείο της δυνατότητας για πόλεμο, δεν είναι ούτε το μοναδικό, ούτε καν το μοναδικό σημαντικό. Τον πόλεμο δεν τον διεξάγουν οι Ένοπλες Δυνάμεις μίας χώρας αλλά ο κρατικός μηχανισμός της και, τελικά, συνολικά η χώρα.
Και από αυτής της απόψεως, δυστυχώς, η Ελλάς είναι πολύ πιο αδύναμη από την Τουρκία στη γενική ικανότητά της να διεξαγάγει πόλεμο, δηλαδή πιο ευάλωτη σε τρίτους, μη στρατιωτικούς παράγοντες. Ενδεικτικά μόνον, δύο βασικοί:
Το κατωτέρω διάγραμμα δείχνει το χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης των δύο χωρών ως ποσοστό του ΑΕΠ τους:
Για το έτος 2022, τελικό έτος με συγκριτικά στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το ελληνικό χρέος είναι περί το 200% του ΑΠΕ της Χώρας, ενώ το αντίστοιχο τουρκικό (της «δεινά χειμαζόμενης τουρκικής οικονομίας») είναι 35%. Δεδομένου ότι η εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους βασίζεται στη συνεχή αναχρηματοδότησή του με συνεχή δανεισμό, είναι προφανές πόσο ευαίσθητη στο ύψος των επιτοκίων δανεισμού είναι η εξυπηρέτησή του, και πόσο το ύψος των επιτοκίων εξαρτάται από οποιονδήποτε κίνδυνο για τους δανειστές. Προφανώς, το αντίστοιχο πρόβλημα της Τουρκίας, με έξι φορές λόγο χρέους προς ΑΕΠ είναι εξαιρετικά πιο μικρό. Το διάγραμμα δείχνει επίσης την εξέλιξη του χρέους κατά τα τελευταία τριάντα έτη. Δυστυχώς δεν απεικονίζει τα στοιχεία των τελευταίων πενήντα ετών, για να καταστεί ακόμη πιο σαφής η δραματική απόκλιση των δύο χωρών.
Αν και χωρίς διάγραμμα, αρκεί η παράθεση ενός ακόμη στοιχείου για να καταστεί κατανοητή η διαφορά της ανθεκτικότητας των δύο χωρών σε πολεμική ή και σχεδόν πολεμική κατάσταση: για την Ελλάδα, η συμβολή του τουρισμού στο ΑΕΠ της Χώρας είναι 16,5% για το 2023. Το αντίστοιχο ποσοστό για την Τουρκία είναι 11,8%. Είναι σαφές ποια χώρα είναι πιο ευάλωτη σε μία σημαντική αναταραχή.
Αν σε αυτά προσθέσει κανείς την εικαζόμενη έκταση της παραοικονομίας στην Τουρκία, εικασία που είναι απαραίτητη για να εξηγηθεί η αντοχή της τουρκικής οικονομίας στις πιέσεις που έχει επιδείξει κατά τα τελευταία έτη, και η οποία δεν αφορά τόσο «αδήλωτη εργασία» αλλά προφανώς πολύ πιο εκτενείς οικονομικές δραστηριότητες, η εικόνα αρχίζει να γίνεται πληρέστερη.
Οι Πολιτικές Ηγεσίες και οι Κοινωνίες
Επειδή, όπως προαναφέρθηκε μία χώρα και μία κοινωνία δεν προετοιμάζονται και δεν διεξάγουν πόλεμο μόνον δια του οργανισμού των Ενόπλων Δυνάμεων αλλά συνολικά, ως χώρα και ως κοινωνία, μία αντιπαραβολή των δύο στρατηγικών ανταγωνιστών αποκαλύπτει ορισμένα εγγενή, κρίσιμα μειονεκτήματα της ελληνικής πλευράς. Συγκεκριμένα:
Το ιστορικό τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, σε συνδυασμό με μία παντελώς ανερμάτιστη και ανυπόστατη ερμηνεία της που για μικροπολιτικούς λόγους επικράτησε, παραμένει βαθύτατα χαραγμένο στις ηγετικές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας. Η Μικρασιατική Καταστροφή διέλυσε ιστορικά την αυξανόμενη μέχρι τότε εθνική αυτοπεποίθηση, κι είναι εμφανές ότι αυτή ουδέποτε αποκαταστάθηκε. Οι ελληνικές ηγετικές τάξεις φοβούνται την Τουρκία, κι αυτό ίσχυε πολύ πριν την πρόσφατη απόκλιση ισχύος των δύο χωρών.
Η Ελλάδα, κατά τρόπο πρωτοφανή για άλλη ευρωπαϊκή χώρα, βρίσκεται σε κατάσταση και τελεί υπό το πνεύμα εμφυλίου πολέμου από το 1915, κι αυτό, και το εμφυλιοπολεμικό πνεύμα, με όλες τις μεταλλάξεις του, δεν έχει καταλαγιάσει. Έχει ασφαλώς υποχωρήσει, υπό την έννοια ότι επηρεάζει ενεργά κι αποφασιστικά μικρότερο μέρος του πληθυσμού, παραμένει όμως τόσο ενεργό, και μάλιστα σε τόσο σημαντικό μέρος του πληθυσμού, που αποτελεί τροχοπέδη για οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια οργάνωσης όχι μόνον της άμυνας αλλά του κρατικού μηχανισμού εν γένει.
Η Ελλάδα, λόγω πολιτιστικής συνάφειας -έστω και ιδιόρρυθμης- με την Ευρώπη, έχει εισέλθει κοινωνικά στην περίοδο της μαζικής δημοκρατίας, κι εξ αυτού έχει μεγάλη δυσκολία -αν δεν αδυνατεί πλήρως- να αναλάβει και να πραγματοποιήσει σημαντικές πολιτικές αλλαγές ή πρωτοβουλίες, τόσο για κοινωνικούς όσο και για πολιτικούς λόγους.
Η Ελλάδα αποτελεί χώρα απολύτως εξαρτώμενη από εξωτερικές δυνάμεις. Ο Διχασμός και η Μικρασιατική Καταστροφή εμπέδωσαν στην Ελλάδα και την κατάσταση και τη συνείδηση εξαρτώμενης χώρας, και με την Κατοχή και τον Εμφύλιο η κατάσταση αλλά και η συνείδηση εξάρτησης εμβαθύνθηκε τόσο πολύ που πλέον θεωρούνται φυσική κατάσταση. Κι ενώ μέχρι τη δεκαετία του 1990 η εξάρτηση ήταν από τις ΗΠΑ, με την είσοδο της Ελλάδος στην Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση στους επικυριάρχους προστέθηκε η Γερμανία. Επειδή ως προς το σημείο αυτό κάποιος μπορεί καλόπιστα να αναρωτηθεί εάν υπονοείται ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει διαφορετικό «γεωπολιτικό προσανατολισμό», εάν θα έπρεπε να έχει συνταχθεί ιστορικά με τις… Κεντρικές Δυνάμεις ή με τη Σοβιετική Ένωση (ή και με τη Ρωσία ή την Κίνα σήμερα), η απάντηση είναι: προφανώς όχι. Η έννοια της εξάρτησης, εμπεδωμένη και εσωτερικευμένη πλέον, δεν αφορά τον προσανατολισμό και τις συμμαχίες, αλλά τη φύση της σχέσης με τους όποιους «συμμάχους». Είναι ένα πράγμα η συμμαχία, που από το συνήθως ετεροβαρές των δύο μερών είναι και ετεροβαρής ως προς την ουσία της μεταξύ τους συμβάσεως κι όπου «όσο μετράς σε μετράνε», και άλλο πράγμα η συνείδηση εξαρτήσεως του ασθενέστερου μέρους από το ισχυρότερο, εις βάρος ακόμη και των ζωτικότερων συμφερόντων του πρώτου.
Δυστυχώς, για το σύνολο των λόγων που η Ελλάδα αδυνατεί να χαράξει και, κυρίως, να υλοποιήσει πολιτική ασφαλείας παρά μόνον προσχηματικά, η Τουρκία έχει διαφορετικό καθεστώς.
Η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε για την Τουρκία μια ηράκλεια αντιστροφή της πορείας παρακμής και υποχωρήσεώς της, που της ξανάδωσε την ιστορική της αυτοπεποίθησή και την αίσθηση υπεροχής έναντι των «ανταρτών» Ελλήνων.
Η ιστορική ένταση, υφιστάμενη και ισχυρή εδώ και αιώνες, ανάμεσα στο κοσμικό και το θρησκευτικό στοιχείο, που η πιο πρόσφατη μόνον εκδοχή της είναι η σύγκρουση ισλαμιστών και κοσμικών κεμαλιστών, δεν θέτει σε αμφισβήτηση ούτε την απόλυτη αξιακή προτεραιότητα του κράτους, ούτε τον προσανατολισμό και τις επιδιώξεις της εξωτερικής πολιτικής της χώρας τους, εκτός ίσως επί ήσσονος σημασίας ζητημάτων τακτικής. Ο Παναγιώτης Κονδύλης έγραφε σχετικά το μακρινό 1996:
«Θα ήταν όμως μεγάλο λάθος να θεωρήσει κανείς τις εσωτερικές αντιφάσεις και διαμάχες, που σημαδεύουν βαθιά το τουρκικό έθνος, ως παράγοντα με αναγκαστικά αρνητική επίδραση πάνω στο γεωπολιτικό του δυναμικό. Ο Machiavelli, που ασφαλώς κάτι εγνώριζε από πολιτική, υπογράμμιζε ότι την αδιάκοπη επέκταση της Ρώμης προς τα έξω την προκαλούσαν οι συνεχείς διενέξεις μεταξύ πληβείων και πατρικίων στο εσωτερικό, ακριβώς δηλαδή ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί η αγιάτρευτη πληγή της πόλης. Ώστε οι εσωτερικές τριβές και αντιφάσεις σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις θέτουν σε κίνηση μια χειμαρρώδη επεκτατική ορμή. Αν αυτό γίνει πράγματι, τότε ό,τι στα προκατειλημμένα μάτια των «εκσυγχρονισμένων» και «πολιτισμένων» «δημοκρατών» εμφανίζεται ως «υπανάπτυξη» και άρνηση της «κοινωνίας των πολιτών», μεταβάλλεται σε ιδεώδες μίγμα για την άσκηση επιθετικής εξωτερικής πολιτικής με όλα τα μέσα. Μάζες μισοχορτασμένων ή μισοπεινασμένων, ικανών να φανατισθούν και να πεθάνουν, ζυμωμένων ακόμα με τις πατριαρχικές αξίες μάζες τέτοιες, καθοδηγούμενες από ξεσκολισμένες, μακροπρόθεσμα και ψυχρά σκεπτόμενες διπλωματικές και στρατιωτικές ελίτ, αποτελούν όργανο επέκτασης πολύ προσφυέστερο από ένα πλαδαρό κοινωνικό σώμα αιωρούμενο γύρω από τον μέσο όρο μιας γενικής ευημερίας, όπου ύψιστη αποστολή της πολιτικής ηγεσίας είναι ακριβώς να εγγυάται τη διατήρηση αυτού του μέσου όρου και αυτής της πλαδαρότητας. Σε σχέση με τη σημερινή Τουρκία, είναι πρακτικά αδιάφορο σε ποιο χωνευτήρι θα συντηχθούν οι αντιφάσεις, σε ποια κοίτη θα πουν και με ποια πρόσημα θα προβάλουν, αν δηλαδή θα πάρουν μάλλον ισλαμική, μάλλον στρατιωτικοκεμαλική ή μάλλον οικονομικοπολιτική («δυτική») χροιά. Μπροστά στην επεκτατική εκδίπλωση του γεωπολιτικού δυναμικού όλα αυτά είναι επιφανειακά και συμβεβηκότα, πολύ περισσότερο γιατί, όποια ελίτ κι αν πάρει στα χέρια της μακροπρόθεσμα τα ηνία, για να προσελκύσει κατά το δυνατόν μεγαλύτερες μάζες θα καταφύγει σ’ έναν ελαστικό ιδεολογικό εκλεκτισμό. Οι «κεμαλιστές» στρατιωτικοί, οι οποίοι το 1997 καταπολεμούν τον «ισλαμισμό» φοβούμενοι ότι δεν μπορούν πλέον να τον ελέγξουν, ενθάρρυναν μετά το πραξικόπημα του 1980 μετριοπαθείς θρησκευτικές τάσεις θέλοντας να τίς χρησιμοποιήσουν ως αντίβαρο εναντίον του αριστερού ριζοσπαστισμού· το ίδιο έκανε κι ο πρωθυπουργός Οζάλ λίγο αργότερα, παρά τον κατά τα άλλα φιλελεύθερο οικονομιστικό προσανατολισμό του.»[iii]
Η Τουρκία ποτέ δεν κατέστη ενεργούμενο μίας «προστάτιδας» δυνάμεως. Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο ετάχθη μεν με τις ΗΠΑ, μιας και η εναλλακτική θα ήταν καταστροφική για την ίδια, και ασφαλώς οι ΗΠΑ απέκτησαν πολύ μεγάλη επιρροή επ’ αυτής, όμως ποτέ δεν επετράπη στις ΗΠΑ να θεωρήσουν ότι συνδιαλέγονται με υποτελές κράτος ή να αποκτήσουν αποφασιστική επιρροή στο εσωτερικό της Τουρκίας. Το 2015, δε, η Τουρκία αποτίναξε αποφασιστικά τα όποια εσωτερικά ερείσματα διατηρούσαν επ’ αυτών οι ΗΠΑ και πολιτεύονται πλέον ως εντελώς ανεξάρτητο κράτος -με την ουσιαστική έννοια του όρου. Η πολιτική ανεξαρτησία τους, μάλιστα, δεν υποσκάφθηκε από κρίσιμες οικονομικές δεσμεύσεις· η Τουρκία ούτε την ανεξαρτησία της νομισματικής της πολιτικής απεμπόλησε, ούτε δεσμεύτηκε σε καταστροφική αποχή από την άσκηση βιομηχανικής πολιτικής όπως εξ ανάγκης υποχρεώθηκε η Ελλάδα, ενώ φρόντισε να διατηρεί το εξωτερικό της χρέος σε χαμηλά επίπεδα.
Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Τουρκίας, είτε επειδή έτυχε να «υστερεί» κοινωνικά έναντι της Ελλάδος (διατύπωση εξαιρετικά αμφίβολης εγκυρότητας), είτε επειδή η Τουρκία αποτελεί άλλου πολιτιστικού προσανατολισμού κοινωνία, είτε επειδή είναι πολύ νεότερη δημογραφικά κοινωνία (στην πραγματικότητα και για τους τρεις λόγους) εξακολουθεί να επιτρέπει τη σύλληψη και έμπρακτη επιδίωξη μεγάλων συλλογικών οραμάτων.
«Μα θα γίνει Πόλεμος;»
Η πρόδηλη αδυναμία τήρησης επαρκούς στρατιωτικής ισχύος ώστε να δράσει αποτρεπτικά προς την τουρκική επεκτατικότητα έχει οδηγήσει τις ελληνικές ηγεσίες και το κοινωνικό σώμα σε εκπληκτικές εκλογικεύσεις προκειμένου να διαχειριστούν το αδιέξοδο. Δυστυχώς, η σταδιακή αλλά αποφασιστική αλλαγή του διεθνούς περιβάλλοντος καθιστά της εκλογικεύσεις αυτές όλο και πιο δύσκολες, καθώς τα αποτελέσματα της τουρκικής επεκτατικότητας καθίστανται όλο και πιο προφανή. Παρ’ όλα αυτά, είναι σημαντικό να γίνει συγκεκριμένα κατανοητός ο τρόπος που η τουρκική στρατιωτική υπεροχή έχει λειτουργήσει μέχρι σήμερα, και πώς διαφαίνεται ότι θα την εκμεταλλευτεί η Τουρκία στο μέλλον καθώς αυτή διευρύνεται.
Η Τουρκία έχει ασκήσει εξαναγκαστική πολιτική έναντι της Ελλάδος, αποτρέποντας την άσκηση των δικαιωμάτων της Χώρας στον χώρο του Αιγαίου με διάφορα νομικά προσχήματα – στην πράξη με στρατιωτική πίεση και επίδειξη (στρατιωτικής) δυνάμεως. Μπορεί περισπούδαστοι σχολιαστές και δημοσιολογούντες να ερίζουν σχετικά με την ακριβή ερμηνεία και σημασία της Βέρνης, του Νταβός, της Μαδρίτης[iv], εν τούτοις και μόνον το γεγονός ότι τα νομικά προηγούμενα τέθηκαν μετά από στρατιωτικές κρίσεις (τις οποίες προκάλεσε η Τουρκία) θα όφειλε να είναι αρκετό για να λύσει στο μυαλό ακόμη και των πιο βραδυνόων το τι διαμορφώνει την κατάσταση στο Αιγαίο και ποια είναι αυτή. Σε ό,τι αφορά την τρέχουσα κατάσταση όπως αυτή διαμορφώθηκε επιπλέον από την κρίση του θέρους του 2020 και το επεισόδιο της Κάσσου το θέρος του 2024, ο γνωστός, έγκυρος και μετριοπαθέστατος διπλωματικός συντάκτης κ. Ν. Μελέτης τη συνοψίζει εύγλωττα:
Ο κίνδυνος αντίδρασης της Τουρκίας ακόμη και με στρατιωτική πίεση, έχει οδηγήσει σε πάγωμα σοβαρών πρωτοβουλιών της Ελλάδας, όπως είναι η κατάθεση στην Κομισιόν του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού, η έκδοση Προεδρικού Διατάγματος για την υλοποίηση των Θαλάσσιων Πάρκων, αλλά και των ερευνών για την πόντιση του καλωδίου διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου (GSI), σε περιοχές των ελληνικών χωρικών υδάτων, ακόμη και εντός της οριοθετημένης με την Αίγυπτο ΑΟΖ.[v]
Αυτά είναι φυσικά μόνον τα τετελεσμένα της μέχρι σήμερα πολιτικής εξαναγκασμού της Τουρκίας, και μόνον στο Αιγαίο. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το τετελεσμένο της σταδιακής διάβρωσης της ελληνικής κυριαρχίας στη Δυτική Θράκη, καθώς και η συστηματική καλλιέργεια του ζητήματος της αποστρατιωτικοποίησης των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου. Το τελευταίο είναι πολύ πιθανόν ότι θα τεθεί έμπρακτα από την Τουρκία στην πομπωδώς διακηρυσσόμενη εγκατάσταση νέων αντιαεροπορικών συστημάτων σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Τα ανωτέρω αφορούν τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα της εξαναγκαστικής πολιτικής της Τουρκίας, η οποία ασκείται δια της στρατιωτικής ισχύος. Καθώς το χάσμα αυξάνεται εξόφθαλμα, χρόνο με τον χρόνο, είναι προφανές ότι η στρατιωτική πίεση τα επόμενα χρόνια θα κλιμακωθεί, με αντίστοιχα κλιμακούμενες επιδιώξεις, που όπως προαναφέρθηκε διατυπώνονται και καλλιεργούνται ήδη εδώ και χρόνια.
Όμως αυτή δεν είναι η μόνη σκοπιμότητα της στρατιωτικής υπεροχής που η Τουρκία μακροχρόνια δημιουργεί: το ανισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος δρα και με άλλον, εξ ίσου σημαντικό, τρόπο στην ελληνοτουρκική ιστορική σύγκρουση: η τουρκική στρατιωτική υπεροχή και η εξ αιτίας αυτής πρόδηλη ελληνική φοβία επηρεάζουν καταλυτικά τους υπολογισμούς, τις διαθέσεις και τις προθέσεις όλων των σημαντικών τρίτων μερών που είναι ενεργά στο ευρύτερο γεωπολιτικό μας περιβάλλον. Αφ’ ενός λόγω της πολιτικής της ατολμίας, αφ’ ετέρου λόγω της στρατιωτικής της καχεξίας, η Χώρα δεν αποτελεί υπολογίσιμο παράγοντα στην περιοχή, παρά το γεγονός ότι αποτελεί τον ιδανικό σύμμαχο για όλα τα μέρη που αντιδρούν έντονα στη στρατηγική άνοδο της Τουρκίας. Αρκούσε η ιλαροτραγική «αποστολή στη Λιβύη» του Σεπτεμβρίου 2023 για να φανούν τα όρια των ελληνικών δυνατοτήτων προβολής ισχύος εντός του γεωπολιτικού της περιβάλλοντος και για σημαντικά δικά της συμφέροντα· το επεισόδιο της Κάσσου τον Ιούλιο του 2024, το οποίο οι Τούρκοι σκοπίμως προκάλεσαν κατά τρόπο ιδιαίτερα αργόσυρτο και επιδεικτικό (στο όριο, ακριβώς, των -μη επεκταθέντων- Εθνικών Χωρικών Υδάτων) επί πολλές ώρες, έγινε εις επήκοον όλων των ενδιαφερομένων μερών: ΗΠΑ, Γαλλίας, Ισραήλ, Αιγύπτου, Ρωσίας -και φυσικά των Ελλήνων ψαράδων, δηλαδή των κατοίκων των ακριτικών νησιών. Ασφαλέστατα δεν ενίσχυσε το στρατηγικό βάρος της Χώρας στους υπολογισμούς κανενός.
Παρά τα εμφανή πολιτικά αποτελέσματα της ελληνικής στρατιωτικής καχεξίας, στην ελληνική κοινή γνώμη κυριαρχεί η συζήτηση, κυρίως όμως η πεποίθηση, περί «σημειακής», στη χειρότερη περίπτωση, «κρίσης», όπως καθιέρωσε το ενδεχόμενο o πλέον λεξιλάγνος υπουργός αμύνης των τελευταίων δεκαετιών. Με άλλα λόγια, όποιο κι αν είναι το γενικό στρατιωτικό ανισοζύγιο μεταξύ των δύο χωρών, μόνον ένα «θερμό περιστατικό» ή μία «σημειακή κρίση» ή μία «πολύ περιορισμένη σύγκρουση» είναι ρεαλιστικά ενδεχόμενη, επειδή διάφοροι μεταφυσικοί λόγοι και παράγοντες δεν επιτρέπουν την κλιμάκωση μίας τέτοιας κατάστασης σε πλήρη πόλεμο, κι ακόμη περισσότερο κι ένας ενδεχόμενος πόλεμος δεν μπορεί να έχει παρά πολύ περιορισμένη διάρκεια (άρα να μην είναι «κανονικός πόλεμος») επειδή «οι μεγάλες δυνάμεις», οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ ή οι εξωγήινοι θα παρέμβουν για να σταματήσουν τη σύγκρουση. Συνεπώς, το συνολικό στρατιωτικό ανισοζύγιο είναι πρακτικά αδιάφορο, και σημασία έχουν μόνον οι περιορισμένες δυνάμεις που θα εμπλακούν σε ένα τέτοιο περιστατικό.
Η αντίληψη αυτή δίνει μεν ένα ψυχολογικό διέξοδο στην μάλλον καταθλιπτική κατάσταση, δεν έχει όμως ιδιαίτερη σχέση με την πραγματικότητα, για τρεις λόγους.
Πρώτον, όπως εξελίσσεται η κατάσταση, ιδίως στον ναυτικό τομέα, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις θα δυσκολεύονται σύντομα ακόμη και στην αντιμετώπιση «σημειακών κρίσεων».
Δεύτερον και κυριότερο, η ουσία κάθε σημειακής κρίσεως έγκειται όχι μόνον και όχι τόσο στην έκβαση ενός επεισοδίου καθ’ εαυτού, αλλά στην ετοιμότητα κάθε πλευράς να κλιμακώσει την κρίση -αναπόφευκτα μέχρι τον πλήρη πόλεμο. Το τι θα γίνει σε ένα περιορισμένο ναυτικό επεισόδιο ή μία αεροπορική εμπλοκή ή σε μία μικρή χερσαία μάχη έχει πρακτική σημασία μόνον εφ’ όσον ο «χαμένος» του επεισοδίου δεν κλιμακώσει -οπότε η έκβαση του επεισοδίου καθ’ εαυτού περνά σε δεύτερη ή τρίτη μοίρα. Ενδεικτικά, στην κρίση των Ιμίων η ελληνική ήττα δεν προήλθε από την κατάληψη μίας βραχονησίδας καθ’ εαυτής, ενέργεια που εύκολα εξουδετερωνόταν, αλλά από τον φόβο του τι θα επακολουθούσε μία ελληνική αντίδραση. Ό,τι προκάλεσε τον τρόμο στον Έλληνα Πρωθυπουργό δεν ήταν το τοπικό επεισόδιο αλλά η κλιμάκωσή του. Ο νυν Υπουργός Εξωτερικών κ. Γεραπετρίτης το συνόψισε με ειλικρίνεια, αναφερόμενος στο επεισόδιο της Κάσσου: δεν στρατιωτικοποιήσαμε την κρίση επειδή τελικά θα υποχωρούσαμε. «Τελικά» σημαίνει «καθώς θα κλιμακωνόταν, κι εν όψει πλήρους πολέμου». Τα περί «σημειακών κρίσεων» είναι για ευήθεις. Άλλωστε, με τα σύγχρονα μέσα, η κλιμάκωση δεν είναι απλώς ραγδαία αλλά, όπως περίπου οι επιστρατεύσεις κατά τη διάρκεια του Α’ ΠΠ, δύσκολα ανακαλούμενες επί ποινή ολοκληρωτικής ήττας. Συνεπώς, σε κάθε κρίση ο κρίσιμος παράγοντας καταλήγει να είναι η δυνατότητα διεξαγωγής πλήρους πολέμου.
Τρίτον, καθώς το στρατιωτικό ανισοζύγιο διευρύνεται, σταδιακά η Τουρκία θα μπαίνει όλο και περισσότερο στον πειρασμό να προχωρήσει σε εσκεμμένη, κανονική επιθετική επιχείρηση, πιθανότατα περιορισμένης εκτάσεως, ειδικά όταν, για οποιονδήποτε λόγο, της δοθεί μία ευκαιρία. Όποιος δεν φοβάται ανταπόδοση έχει την πολυτέλεια να περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία.
Όμως η Τουρκία δεν έχει κανέναν λόγο να βιάζεται να προβεί σε μία επιθετική ενέργεια. Γνωρίζει ότι ο χρόνος κυλάει υπέρ της, το στρατιωτικό ανισοζύγιο διευρύνεται, όπως ταυτόχρονα -και σε κάποιον βαθμό αναπόφευκτα- εντείνεται και η φοβία των ελληνικών ηγετικών τάξεων. Η πιθανότερη εξέλιξη είναι ότι η Τουρκία θα συνεχίσει την ιστορικά προσφιλή της τακτική: αδιάλειπτη πίεση που επιφέρει μικρές αλλά συνεχείς και αθροιζόμενες υποχωρήσεις, και κλιμακούμενες απαιτήσεις οι οποίες στην πρώτη ευκαιρία, που είναι φύσει αδύνατον να μην υπάρξει, θα διεκδικηθούν και θα κατοχυρωθούν με μία αποφασιστική ενέργεια.
Συμπεράσματα
Με την παραπάνω ανάλυση επιχειρήθηκε να τονιστούν δύο βασικά πράγματα, που η εμπειρία δείχνει ότι δύσκολα γίνονται κατανοητά από την κοινή γνώμη:
(α) Ότι η στρατιωτική ισχύς είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό θέμα, δηλαδή εξαρτάται από τους πολιτικούς και τις εν γένει πολιτικές που ακολουθούν, κι μάλιστα όχι απλώς -ίσως ούτε καν κυρίως- στον τομέα της άμυνας.
(β) Ότι η στρατιωτική ισχύς είναι αποτέλεσμα μακροπρόθεσμων τάσεων και πολιτικών, και οποιαδήποτε σοβαρή πολιτική ουσιώδους και όχι προσχηματικής ενισχύσεώς της δεν μπορεί παρά να λάβει χώρα και να αποδώσει σε βάθος δεκαετιών. Οποιοσδήποτε επαγγέλλεται ότι σε δύο ή τέσσερα ή έξι χρόνια, και ασκώντας πολιτική αυστηρά στα όρια του τομέα της άμυνας, θα αλλάξει ουσιωδώς κάτι είναι είτε ευήθης είτε ψεύτης.
Όχι ότι το ένα αποκλείει το άλλο.
[i] Φιλελεύθερη Διεθνής Τάξη (Liberal World Order) είναι ο όρος που στη θεωρία των Διεθνών Σχέσεων περιγράφει το καθεστώς που είχε εγκαθιδρυθεί και επικρατήσει μετά τον Β’ ΠΠ, ιδίως με τον κοινώς αποδεκτό ρόλο τριών βασικών πυλώνων του, του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Κατά μία εκδοχή η «Τάξη» αυτή επικράτησε παγκοσμίως μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου επικρατούσε μόνον
[ii] Δεν υπονοείται ότι η Χώρα μπορεί να πορευτεί στην Ιστορία χωρίς συμμαχίες. Εννοείται όμως ότι είναι καισαρική η διαφορά μεταξύ της αντιμετωπίσεως της όποιας συμμαχίας ως προστασίας και διασφάλισης με την αντιμετώπισή της ως εργαλείου πολιτικής που δεν αίρει την αποκλειστικώς ιδία ευθύνη για την εθνική επιβίωση.
[iii] Κονδύλης, Π. (1996). «Επίμετρο για τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο», Θεωρία του Πολέμου. Αθήνα: Εκδόσεις Θεμέλιο.
[iv] Ενδεικτικά: Παπαδόπουλος Π. «Το Χρονικό του Αιγαίου», Καθημερινή, 11 Μαΐου 2021, διαθέσιμο στο: https://www.kathimerini.gr/politics/561356632/to-chroniko-toy-aigaioy-apo-to-1973-eos-simera/
[v] Μελέτης, Ν. «Πυκνώνουν τα σύννεφα στα ελληνοτουρκικά – Γρίφος η στάση Τραμπ», Liberal, 18 Ιανουαρίου 2025, διαθέσιμο στο: https://www.liberal.gr/amyna-diplomatia/pyknonoyn-ta-synnefa-sta-ellinotoyrkika-grifos-i-stasi-tramp
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου