ΤΑ ΑΝΑΔΕΛΦΑ ΔΙΑ-ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ. Μέρος ΣΤ΄(6)
(Ωδάρχης, Αρρίων, Μειδίας,
Αγριμέδων)
Ο άνθρωπος της σκέψεως, της πρωτογενούς ζώσης σκέψεως, ευρίσκεται πάντα εις τον δρόμο της αναζήτησις. Και όχι κάτω από εικονίσματα γραφειοκρατικής λατρείας ψάλτης, ισόβια φυλακισμένος, στείρος, αυτοφιμωμένος.
Δόξα άδοξος αυτοί οι ιδιαίτεροι, χαρισματικοί δημιουργοί, η ελπίς του κόσμου, η μαγιά του μέλλοντος! Αυτόνομοι, αυτοπεριποίητοι, σχεδόν απαρατήρητοι…
Μια ουράνια ευδαιμονία και μια γήινη δυστυχία μαζύ ο τάλας άνθρωπος συγκεντρώνει. Σπάνια τύχη ο γεροπλάτανος σοφός που τις κουρασμένες ψυχές στην σκιά του αφθόνως αναψύχει και ξεκουράζει.
Αεροδρόμιον η πατρίς σαφώς δεν είναι ούτε αερόστατον ο ανθρώπινος βίος. αλλά πατεί γερά στην γη του σώματος και της ψυχής, πόλι, έθνος, παράδοσις, οικογένεια.
Πρόκειται για μεγάλη λαμπρή ψυχή όποιος τιμά πρωτίστως την πατρίδα του, τον μεγάλο του ανθρώπου εαυτό. Ίσος με θνητό θεό κι αυτός που έκαμε την ψυχή του αποικία θεών, άλσος μουσών και βωμόν του κάλλους.
Δόξα και πλούτο, τί κόπτεσαι, άνθρωπε! Αγοράζονται και πωλούνται κι αυτά, δεν βλέπεις; Κι ό,τι πωλείται κι αγοράζεται δεν έχει αξία ποτέ πραγματική, εσωτερική. Μόνο πλαστή, μάταια, περαστική, αναλώσιμο αξία έχει που αφήνει τελικά πιο μεγάλη αδειοσύνη απ’ αυτή που παρέλαβε.
Κι έπειτα, από ενός σημείου και μετά, δόξα και πλούτος τελικά δεν κυνηγούν αυτά τους κυνηγούς των; Βάλε και το ανεκτίμητο αντίτιμο ψυχής και ειρήνης που πληρώνεις γι αυτά. Κτίζουν όλους τους πολέμους και κολυμπούν στο αίμα και στο έγκλημα!
Όχι, τίποτα απ’ όσα χαρίζει εδώ η γη δεν είναι της ψυχής, δικά μας. Σαν τελειώσει το ταξίδι μας αυτό το θνητό δανεικά είναι αυτά κι εδώ θα μείνουν. ολομόναχη και η ψυχή θ’ αναχωρήσει, βαριά ή ανάλαφρη, για πάνω ή κάτω, κατά τα έργα της.