Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Εί οι θεοί διαλέγονται τήν τών Ελλήνων γλώτταν χρώνται.¨ (Κικέρων.)
ο τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (53)
1) χέρι, χρήμα (το) και εγχείρησις (η) πώς συνδέονται εννοιολογικώς;
2) Τι σχέσι έχουν η νύχτα, το νύχι (αρχ. ο όνυξ, του όνυχος) και ο κατανυκτικός;
3) (Το) ¨Δίκαιον¨ πώς ετυμολογείται και ποιες αι συγγενείς του λέξεις;
4) Τι μαρτυρεί το αρχ. ¨πεντήκοντα¨ που δεν μαρτυρεί το νεώτερον ¨πενήντα¨;
5) άβυσσος (η) : Η ετυμολογία της κρύβεται στο σίγμα. Γιατί;
6) Το κουνούπι (αρχ. o κώνωψ, του κώνωπος) τι σχέσι έχει με το τζαμί (αγγλ. mosquito);
7) το ρεύμα: τί σημαίνει ακριβώς;
8) (ερώτημα αναγνώστου.) Δεν εχω βρει την συνδεση της μυιγας μυησης μυος και τώρα του μύθου. Ευχαριστώ.
(Η απάντησις εδόθη στο ερωτηματολόγιον (52) (σχόλια αναγνωστών) και προσεχώς δοθήσεται και στο (53).
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (52) ΕΔΩ.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.
1) ουσ. χρεία (η). Ουσ. χείρ (η), το χέρι, ρ. χρειάζομαι = (κυριολεκτικά) έχω ανάγκη να βάλω στο χέρι μου κάτι. Χρήμα = αυτό που χειριζόμεθα-συναλλασσόμεθα με το χέρι. Εγχείρησις = η δια χειρ-ός χειρ-ουργική επέμβασις.
2) Η νυξ (-νύχτα), γεν. εν. της νυκτός και ό-νυξ, γεν.εν. ό-νυχ-ος (-νύχι) έχουν σχέσι κατά το ότι η νύχτα φωτίζεται από το ¨νύχι¨ της σελήνης.( Πρβ. νύστα = αργοκλείνω τα μάτια.). Κατά-νυκτικός ο) επιθ. = αυτός που τρυπά-θίγει, μας προκαλεί αισθήματα πόνου όπως μια πίεσι με ανεπτυγμένο νύχι.
3) Δίκαιον (το) < δια + κα-νών (βλ. δι-α-κανον-ίζω, διακανονισμός.) = το διακανονίζον αυτό που κανονίζει-διευθετεί τας σχέσεις των ανθρώπων.
4) Πεντήκοντα (πέντε των όντων δέκα) <πεντεέκοντα < πεντεδέκοντα.
5) άβυσσος (η) < ά + βυθ + σος = η άνευ βυθού.περιοχή.
6) κουνούπι, αρχ. ουσ. κώνωψ (ο), (γεν. εν. του κώνωπος) < κώνος + ο έχων όψιν κώνου ήτοι αιχμηράν όπως το έντομον αυτό. Πρβ. αγγλ. mosque.= τζαμί .εκ του mosquito= κουνούπι.
7) ρεύμα (το) < ρέ-ω + μα- (πρβ. μά-ζα) = συνεχώς ρέον (υγρόν, αέριον ή και στερεόν) πράγ-μα.
8) Η απάντησις εδόθη και στο ερωτηματολόγιον (52) (σχόλια αναγνωστών) .
Το μαλακόν (βλ. ρ. μύσσομαι, ουσ. μύξα ήτοι το ρέον γλοιώδες εκ των μυ-κ-τήρων, μύ-της) και ελαφρύ σκούντημα-κέντρισμα, εις τα ανθρώπινα νώτα κυρίως όπως και στα ζώα, προερχόμενο είτε από έντομα (μύγα, βοϊδόμυγα) είτε από άλλον άνθρωπο επιφέρει την σπασμωδικήν-ενστικτώδη-αυτόματον αντιδραστικήν δραστηριοποίησιν του οργανισμού ήτις το ανθρώπινον πρόσωπον εκδηλούται δια της συσπάσεως (στιγμιαίο και αφυπνιστικό κλείσιμο και άνοιγμα) των οφθαλμών.
Ως εκ τούτου, ο ,η μύωψ, (γεν.εν. του, της μύωπος) σημαίνει κυριολεκτικώς μεν το κεντρί-κέντρον-οίστρον (πρβ. βου-κέντρα και γεωμετρικόν κέντρον μιας περιφέρειας) που αναταράσσει τα μάτια και γενικώς δραστηριοποιεί, μεταφορικώς δε αφ’ ενός τον μύωπα και αφ’ ετέρου τον εξυπνημένο-ξύπνιο εκ του κεντρίσματος-ερεθίσματος της φιλοσοφίας άνθρωπο. (βλ. και Μού-σα, Λακ. Μωά (η) ήτοι η, δια των προς μάθησιν και γνώσιν μυήσεων και μυστηρίων, εμπνέουσα και κινητοποιούσα πνευματικώς δια τέχνας, επιστήμας και γράμματα τον άνθρωπον, θεά).
Μύς(ο), γεν. εν. του μυ-ός =- ποντίκι, εκ του μαλάσσω, ( παργ. μαλακός αλλά και μαλάκας -βλάξ < μλαξ< μαλακς.)
Μύθος < μύ+ ρ. τί-θ-ημι. (=θ-έτω)+ος = ο ηρέμα μυητικός, ο θ-έτων –οδηγών-ερεθίζων-κεντρίζων εις μύ-ησιν, (λόγος).
Παρακαλώ.
Λεξιθήρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου