ZEYΣ ΕΛΑΥΝΩΝ


Κυριακή 5 Μαΐου 2024

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (159)

ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑ-ΛΕΞΙΓΝΩΣΙΑ

Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.

Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.

Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.

Είναι η γλώσσα των Θεών.

«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»

 (Κικέρων)

Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις

το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων

κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.

(Πλούταρχος) 

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (159)

1) ουσ. διάδρομος (ο). Ποια η ακριβής σημασία του;

2)   επιθ. αβρόδίαιτος: τα συνθετικά και η ερμηνεία του.

3) Βίος αβίωτος λέμε: Πώς αναλύεται το αβίωτος;

4) Λέμε ¨μού εκανε αλγεινή εντύπωσι¨ πώς ετυμολογείται και τί σημαίνει το επιθ. (η) αλγεινή (πρβ. άλγος, αλγηδών,¨αναλγητικό¨ φάρμακο).   


5) επιρρ. ατενώς: ένα γυμναστικό παράγγελμα για τα στοιχημένα χέρια της πρώτης χέρια στους ώμους της δευτέρας. Δηλαδή;

6) επιθ. ακαταπόνητος: Συνθετικά και ερμηνεία.

7) ¨Κατάμεστο το στάδιο¨, κοινή έκφρασις. Επιθ. ¨κατάμεστο,¨ τα συνθετικά του και η ερμηνεία του (πρβ. μεστός, μέγας) .  

8) Και ολίγα ομηρικά ελληνικά. ¨δούπησε (πρβ. γδούπος) πεσών, αράβησεν ( έκαναν μπραμ) δε τεύχεα (τεύχη-άρματα) επ’ αυτώ. Παραφράσατε παρακαλώ. 

Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (158) ΕΔΩ.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.

1) διάδρομος < δια + δρόμος = ο δρόμος που δια-σχίζει, περνά ανάμεσα από κάτι.

2)  αβροδίιατος < αβρός < αβαρ-ός (< α (νευ) + βάρος) + δίαιτα (= ανατροφή, πρβ. έδεσμα, ο, η συνδαιτημών) = ο απαλώς, λεπτώς, ο ¨εις τα πούπουλα΄ μεγαλωμένος.

3) αβίωτος < α (νευ) + βίος +  -τος (κατάληξι ρημ. επιθέτου) = ο μη βιώσιμος βίος.

4) αλγεινή < άλγος (< άλογος) + καταλ. – ινή = η προξενούσα άλγος (= ανεξήγητον πόνον). Ανάλγητος = άπονος. αναλγητικόν = το εξαλείφον τον πόνον. (πρβ. χάπι ¨Αλγκόν¨)

5) ατ(ε)νώς < α (νευ) + τείνω = κατεβάζω τα τεντωμένα και απτόμενα των του εμπρός μου ώμων χέρια.

6) ακαταπόνητος < α (νευ) + κατά + πόνος + καταλ. – τος = ο μη καταπονούμενος, ο μη δοκιμάζων κούρασι, ο ακούραστος.

7) κατάμεστον < κατά + μεστόν (πρβ. μέ-γι-στον) = το πλήρες, καραγεμάτο.

8) γδούπησε (έκανε γντουπ) πέφτοντας και αράβησαν (έκαναν μπραμ-θόρυβον) τα άρματα (τεύχη) (πάνω) του.   

Δεν υπάρχουν σχόλια: