ΣΧΟΛΙΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ : Για ποιο πόλεμο να μιλήσουμε και να προετοιμαστούμε...όταν μεταξύ των άλλων δεινών στην πατρίδα μας,οι δυνάμεις καταστολής τιμωρούν ξυλοκοπώντας τους Έλληνες αντί να τιμωρούν τους λάθρο ,οι οποίοι ανεξέλεγκτα δημιουργούν μύρια προβλήματα καταλύοντας κάθε έννοια κράτος δικαίου. Στρατός και Αστυνομία ΠΡΟΩΘΟΥΝ στον χώρο ευθύνη τους...μόνοι τους τον εχθρό.!!! Τι να λέμε απο εκεί και μετά. Στη θέση της Ελλάδας οποιοσδήποτε άλλος δεν θα επέτρεπε την υπερσυσώρευση προσφύγων στα ακριτικά νησιά για λόγους εθνικής ασφαλείας. Επίσης θα πρέπει να αλλάξει το επιχειρησιακό δόγμα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Το επιχειρησιακό δόγμα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων είναι συγκεντρωτικό στον υπερθετικό βαθμό, και εντελώς άκαμπτο. Για κάθε βήμα που θα κληθούν να κάνουν οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις (αεροπορικές, ναυτικές ή χερσαίες) που θα εμπλακούν στο θερμό επεισόδιο, θα πρέπει να ενημερώνουν πρώτα τα ανώτερα κλιμάκια και εκείνα με τη σειρά τους την ιεραρχική αλυσίδα μέχρι το ΓΕΕΘΑ και το γραφείο του υπουργού Άμυνας και ίσως και του πρωθυπουργού. Επομένως, έτσι όπως έχει δομηθεί το σύστημα διοίκησης και ελέγχου των ενόπλων δυνάμεων, τα πολιτικά πρόσωπα είναι αυτά που θα κληθούν ουσιαστικά να διαχειριστούν την κρίση, και να δώσουν εντολές στους στρατιωτικούς. Οι τελευταίοι απλώς θα εισηγούνται και θα συμβουλεύουν, αλλά δεν θα μπορούν να δράσουν αυτόνομα, χωρίς πολιτική εντολή. Όπως απέδειξε και το πρόσφατο συμβάν με την εισβολή Τούρκων στρατοχωροφυλάκων στον Έβρο, δεν υπάρχουν Κανόνες Εμπλοκής που να δίνουν έστω και το ελάχιστο περιθώριο ελευθερίας δράσης στους στρατιωτικούς, διότι πολύ απλά οι πολιτικοί ούτε καν διανοούνται να αφήσουν στα χέρια των στρατιωτικών αποφάσεις από τις οποίες μπορεί να κριθεί το πολιτικό τους μέλλον.
Ο Καρλ φον Κλάουζεβιτς στο βιβλίο του “Περί Πολέμου”, αναφέρει ότι “αν θέλεις να καταστρέψεις κυριολεκτικά ένα Στρατό, τροφοδότησέ τον με πολλά και διαφορετικά όπλα”. Αυτό ακριβώς έχει την τάση να κάνει η Ελλάδα. Διαχρονικά. Επειδή δεν έχει νόημα να πάμε πολύ πίσω στο χρόνο, θα αναφερθούμε μόνο στην μετά-Ίμια εποχή. Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στην ελληνική άμυνα, θα περιοριστούμε σε κάποιες γενικές παρατηρήσεις…
Των Στέργιου Θεοφανίδη και Μιχαήλ Βασιλείου
Θεωρούμε ότι είναι τουλάχιστον άτοπο το να υποστηρίξουμε ότι η Ελλάδα
αρνήθηκε να προετοιμαστεί για πόλεμο προκειμένου να διαφυλάξει την
ειρήνη στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Από το 1974 και μετά δηλαδή. Γιατί
από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και εντεύθεν, η στάση της
απέναντι στην Τουρκία ήταν κατευναστική.
Μεγαλύτερη απόδειξη από το ότι η Χούντα ήταν αυτή που ανακάλεσε το 1967 την ελληνική Μεραρχία που με τόση μυστικότητα και επιτυχία είχε αποσταλεί στην Κύπρο στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘60, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει…
Έχει μεσολαβήσει μισός αιώνας από τότε. Χρονικό διάστημα επαρκές για
να πείσει ότι οι ελληνικές επιλογές είναι αυτές που θα μας οδηγήσουν σε σύρραξη με την Τουρκία
και όχι η επιθετικότητα της γείτονος. Βαριά κουβέντα, όμως εδώ που
έχουμε φτάσει, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να κρυβόμαστε από την
αλήθεια…
Σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, αυτό που αρνηθήκαμε πρώτα από όλα να κάνουμε, ήταν το να πείσουμε την Τουρκία ότι ότι κάθε πρόκληση από την πλευρά της θα έχει συνέπειες. Η στερεοτυπικά επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά που καλύπτεται πίσω από τον γενικό τίτλο της φιλειρηνικής συμπεριφοράς, είχε ως συνέπεια την ερμηνεία της ως απροθυμία ενεργητικής απόπειρας τερματισμού αναθεωρητικών συμπεριφορών. Όχι… φιλολογικής.
Δεν αρνηθήκαμε μόνο να πατήσουμε τη σκανδάλη αμέτρητες φορές όταν τα τουρκικά μαχητικά παραβίαζαν σε μεγάλους αριθμούς τον εθνικό εναέριο χώρο. Αναλαμβάνοντας περιορισμένο ρίσκο, να ποντάραμε στον επηρεασμό των υπολογισμών του αντιπάλου.
Να επιχειρήσουμε να καταστήσουμε δηλαδή πιο δύσκολη την πολιτική απόφαση ενεργού χρήσης του στρατιωτικού εργαλείου σε βάρος μας. Να επηρεάσουμε τους υπολογισμούς του, τοποθετώντας νωρίτερα κόκκινες γραμμές και περιφρουρώντας τις. Πέραν της ρητορικής. Αρνηθήκαμε όμως να πράξουμε και πολλά άλλα:
>Αρνηθήκαμε να εκπαιδεύσουμε την ελληνική κοινωνία να αποδεχθεί το ενδεχόμενο ενός πολέμου με την Τουρκία. Να συμφωνήσουμε κι εμείς με την άποψη ότι δεν μπορούμε να γίνουμε Ισραήλ. Διαφωνούμε όμως ότι δεν θα μπορούσαμε να μετεξελιχθούμε σε μία παραλλαγή της μικρής χώρας της Μέσης Ανατολής.
Μιμούμενοι τη σοβαρότητά της τουλάχιστον στον τομέα της προάσπισης των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Τον συστηματικό τρόπο και τον ορθολογισμό με τον οποίο αντιμετωπίζει την άμυνά της. Κυρίως όμως τη δημιουργία της πεποίθησης σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, ότι με την ασφάλεια του κράτους του Ισραήλ γνωρίζεις ότι δεν θα μπορέσεις, επειδή δεν θα σου επιτραπεί, να παίζεις.
Μήπως αυτή η πεποίθηση, η συνεπής και συνεχής άρνηση στους πολυάριθμους εχθρούς -μια νησίδα σε μια αραβική θάλασσα, όπως χαρακτηριστικά λέγεται- είναι που οδήγησε στις σεισμικές ανακατατάξεις στο σημερινό πεδίο των διεθνών σχέσεων στη Μέση Ανατολή; Μήπως ο αντίπαλος οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η στρατηγική του αποδείχθηκε αναποτελεσματική και ορθολογικά σκεπτόμενος αναζήτησε την αναθεώρηση;
Μήπως ήταν αυτή η στάση που οι γεωστρατηγικές αλλαγές την μεταψυχροπολεμική εποχή, οδήγησε σε μια ριζική αλλαγή της σκέψης του, αρχίζοντας να αντιμετωπίζουν το αντίπαλο ως τον σημαντικότερο δυνητικά σύμμαχο έναντι της όξυνσης της πραγματικής απειλής για τις σουνιτικές μοναρχίες, που αντιπροσωπευόταν από το Ιράν;
Όσον αφορά την Ελλάδα, πάντα είχαμε απειλή από την ανατολή και το βορρά. Κατά περιόδους αυξομειούμενη και με διαφορετικές μορφές.
Πάντα υπήρχε όμως, με τη γεωγραφία να προσφέρει ορθολογικές ερμηνείες.
Ορθώς προτάξαμε τη διπλωματική αντιμετώπιση του βαλκανικού μας
περίγυρου. Αυτό όμως ήταν δυνατό επειδή είχε εξασφαλισθεί ότι η ισορροπία δυνάμεων δεν άφηνε περιθώρια για οποιονδήποτε.
Στο εσωτερικό όμως, αποφύγαμε ακόμα και να τη διδάξουμε στα σχολεία την ιστορική απειλή όπως και όσο θα έπρεπε… Μαζί με τη σημασία της ειρηνικής συνύπαρξης και την υπέρβαση ιστορικών προβλημάτων, χωρίς όμως ούτε να ξεχνάμε την Ιστορία, ούτε να αποκλείουμε κατηγορηματικά ότι τα προβλήματα δεν μπορούν να ενσκήψουν εκ νέου. Σε μερικές γενιές από σήμερα. Μακάρι να μην συμβεί. Ποιος μπορεί να το διασφαλίσει όμως;
Πάντα τα Βαλκάνια γεννούσαν πολέμους και θα πρέπει να κατανοούμε τον χώρο σε βάθος. Να μη θεωρούμε τίποτα ως δεδομένο. Η ειρήνη είναι μια μεγάλη κατάκτηση. Δεν την προασπίζεις σβήνοντας την ιστορική μνήμη. Τα ίδια κάναμε και με την Τουρκία, όπου το πρόβλημα έχει ξεκάθαρα και στρατιωτική διάσταση.
Στρουθοκαμηλίζοντας, πείσαμε τον εαυτό μας γι’ αυτό που μας βόλευε! Προβάλαμε το ευκταίο ζώντας σε μια αυτοκαταστροφική εικονική πραγματικότητα, πείθοντας τον εαυτό μας ότι θα μετατραπεί σε πραγματικότητα επειδή έτσι το αποφασίσαμε.
Συλλογική συμπεριφορά που άπτεται της ψυχιατρικής. Για την οποία κάποιοι είναι υπεύθυνοι. Όχι τόσο οι ίδιοι οι φορείς τέτοιων αντιλήψεων, αλλά οι κυβερνήσεις που είτε πείστηκαν είτε χρησιμοποίησαν ως πρόσχημα αυτά τα ιδεολογήματα. Στερείται νοήματος να αναφερθούμε σε ονόματα. Στόχος είναι να κατανοήσουμε τη λογική, όχι να απαξιώσουμε τον έναν ή τον άλλον ηγέτη.
Κάποιοι… πεφωτισμένοι ιστορικοί αναθεωρητές, αποφάνθηκαν ότι το πρόβλημα δεν ήταν ο τουρκικός αναθεωρητισμός, αλλά οι ιστορικά φορτισμένες εικόνες και τα στερεότυπα και στις δυο πλευρές του Αιγαίου. Και φυσικά ξεκινήσαμε μονομερώς να λύνουμε το πρόβλημα, αγνοώντας βολικά ότι η άλλη πλευρά δεν θα ακολουθήσει.
>Αρνηθήκαμε να αυτονομηθούμε στο βαθμό που μας επέτρεψαν οι συνθήκες. Προσπαθήσαμε να καλυφθούμε πίσω από τη συμμετοχή μας στη συμμαχία του ΝΑΤΟ… Δεν μας “βγήκε” για τον πολύ απλό λόγο ότι τα αντικρουόμενα συμφέροντα στους κόλπους της Συμμαχίας όχι μόνο ήταν υπέρ της Τουρκίας, αλλά και υπερίσχυσαν του ρόλου και των ιδρυτικών αρχών της.
Πειστήκαμε επειδή βόλευε τα στερεότυπά μας, ότι η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ Ελλάδας και Τουρκίας καθιστούσε αδύνατη μια πολεμική σύρραξη. Διαπιστώσαμε στην πράξη, ότι μεταξύ ειρήνης και πολέμου υπάρχουν πολλά ενδιάμεσα στάδια, τα οποία μπορούν να παράξουν το ίδιο αποτέλεσμα. Και βόλευαν τον αντίπαλο…
Σε ένα προστατευμένο περιβάλλον σαφώς ευνοϊκά προδιατεθειμένο υπέρ του, μπορούσε να αναπτύξει την αναθεωρητική του στρατηγική, χτίζοντας μεθοδικά και αναμένοντας υπομονετικά να έρθει η κατάλληλη χρονική στιγμή. Όταν θεώρησε πως αυτή ήρθε, δε δίστασε να φτύσει στη μούρη την ίδια τη Συμμαχία και ξεκινώντας στρατηγική συνεργασία με τον μεγάλο αντίπαλο!
Αντί να αντιδράσει η Συμμαχία, δεν αντελήφθη το φτύσιμο και προσποιούμενη ότι… βρέχει, ενεπλάκη σε μια προσπάθεια διαχείρισης της κατάστασης, αναμένοντας σαν την απατημένη σύζυγο που αρνείται ακόμα και να αναλογιστεί το ενδεχόμενο διαζυγίου, την ολική επαναφορά του άπιστου στη συζυγική εστία και κλίνη. Πάλι δεν δείξαμε να αντιλαμβανόμαστε σε βάθος τις εξελίξεις.
Επί της ουσίας είχαμε πείσει τον εαυτό μας, ότι η ιδιότητα του κράτους-μέλους της Συμμαχίας, μας απαγόρευε να στραφούμε απέναντι σε ένα κράτος-μέλος ακόμα κι όταν αυτό αμφισβητούσε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Πώς είναι δυνατόν να κατηγορηθούμε ότι στραφήκαμε κατά ενός συμμάχου!
Βοηθούσης και της τεράστιας -στα μάτια της Συμμαχίας- γεωστρατηγικής σημασίας της Τουρκίας, με απλά λόγια, βρεθήκαμε στη θέση να προβαίνουμε σε διαπιστώσεις εξαιρετικά δυσάρεστες. Στην πράξη, όχι στη θεωρία. Και πάλι όμως αρνηθήκαμε να προβούμε σε εθνικές αναθεωρήσεις. Ίσως διότι ο μηχανισμός της άρνησης της πραγματικότητας εξακολουθεί να βρίσκεται σε λειτουργία….
>Αρνηθήκαμε ξανά μετά τα Ίμια να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα και προσπαθήσαμε να καλυφθούμε πίσω από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν μας “βγήκε” και δεν μας “βγαίνει” για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Ή μάλλον, για την ακρίβεια, για ποιοτικά χειρότερους!
Ουδέποτε υποστήριξε η Ευρωπαϊκή Ένωση ότι ανάμεσα στις υποχρεώσεις της ανήκει η προστασία της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών-μελών. Στην Ελλάδα όμως, οι ανεγκέφαλοι ήταν πολλοί και σε σημαίνουσες θέσεις, που είχαν αποφανθεί και ότι προστατευόμαστε και ότι μπορούσαμε να μειώσουμε τις αμυντικές δαπάνες! Κι αυτό έπαιξε τον ρόλο του οδηγώντας μας στα Ίμια. Που απέτυχαν εκ νέου να μας συνετίσουν.
>Αρνηθήκαμε στη μετά τα Ίμια περίοδο να αξιοποιήσουμε την συσσωρευμένη εμπειρία που όλα αυτά τα χρόνια αποκομίσαμε… Γνωρίζαμε τι ακριβώς περιγράφει τον κακό μας εαυτό, τις αδυναμίες μας όπως και το ότι δεν μπορούμε να υπολογίζουμε σε πραγματική συνδρομή από την πλευρά συμμάχων και εταίρων. Τι κάναμε;
Θα συνεχίσουμε στο δεύτερο μέρος εξετάζοντας όσα κάναμε και δεν κάναμε μετά τα Ίμια. Έχοντας φυσικά κινητοποιηθεί όχι πριν, αλλά μετά από το όταν το πρόβλημα έσκασε στα χέρια μας. Έχοντας αμελήσει να κάνουμε όσα θα έπρεπε εγκαίρως, με διάφορες δικαιολογίες. Καταφέρνοντας 25 χρόνια μετά να έχουμε ακριβώς την ίδια συζήτηση…
ΠΗΓΗ
Το επιχειρησιακό δόγμα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων είναι συγκεντρωτικό στον υπερθετικό βαθμό, και εντελώς άκαμπτο. Για κάθε βήμα που θα κληθούν να κάνουν οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις (αεροπορικές, ναυτικές ή χερσαίες) που θα εμπλακούν στο θερμό επεισόδιο, θα πρέπει να ενημερώνουν πρώτα τα ανώτερα κλιμάκια και εκείνα με τη σειρά τους την ιεραρχική αλυσίδα μέχρι το ΓΕΕΘΑ και το γραφείο του υπουργού Άμυνας και ίσως και του πρωθυπουργού. Επομένως, έτσι όπως έχει δομηθεί το σύστημα διοίκησης και ελέγχου των ενόπλων δυνάμεων, τα πολιτικά πρόσωπα είναι αυτά που θα κληθούν ουσιαστικά να διαχειριστούν την κρίση, και να δώσουν εντολές στους στρατιωτικούς. Οι τελευταίοι απλώς θα εισηγούνται και θα συμβουλεύουν, αλλά δεν θα μπορούν να δράσουν αυτόνομα, χωρίς πολιτική εντολή. Όπως απέδειξε και το πρόσφατο συμβάν με την εισβολή Τούρκων στρατοχωροφυλάκων στον Έβρο, δεν υπάρχουν Κανόνες Εμπλοκής που να δίνουν έστω και το ελάχιστο περιθώριο ελευθερίας δράσης στους στρατιωτικούς, διότι πολύ απλά οι πολιτικοί ούτε καν διανοούνται να αφήσουν στα χέρια των στρατιωτικών αποφάσεις από τις οποίες μπορεί να κριθεί το πολιτικό τους μέλλον.
Ο Καρλ φον Κλάουζεβιτς στο βιβλίο του “Περί Πολέμου”, αναφέρει ότι “αν θέλεις να καταστρέψεις κυριολεκτικά ένα Στρατό, τροφοδότησέ τον με πολλά και διαφορετικά όπλα”. Αυτό ακριβώς έχει την τάση να κάνει η Ελλάδα. Διαχρονικά. Επειδή δεν έχει νόημα να πάμε πολύ πίσω στο χρόνο, θα αναφερθούμε μόνο στην μετά-Ίμια εποχή. Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στην ελληνική άμυνα, θα περιοριστούμε σε κάποιες γενικές παρατηρήσεις…
Των Στέργιου Θεοφανίδη και Μιχαήλ Βασιλείου
Μεγαλύτερη απόδειξη από το ότι η Χούντα ήταν αυτή που ανακάλεσε το 1967 την ελληνική Μεραρχία που με τόση μυστικότητα και επιτυχία είχε αποσταλεί στην Κύπρο στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘60, θεωρούμε ότι δεν υπάρχει…
Σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, αυτό που αρνηθήκαμε πρώτα από όλα να κάνουμε, ήταν το να πείσουμε την Τουρκία ότι ότι κάθε πρόκληση από την πλευρά της θα έχει συνέπειες. Η στερεοτυπικά επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά που καλύπτεται πίσω από τον γενικό τίτλο της φιλειρηνικής συμπεριφοράς, είχε ως συνέπεια την ερμηνεία της ως απροθυμία ενεργητικής απόπειρας τερματισμού αναθεωρητικών συμπεριφορών. Όχι… φιλολογικής.
Δεν αρνηθήκαμε μόνο να πατήσουμε τη σκανδάλη αμέτρητες φορές όταν τα τουρκικά μαχητικά παραβίαζαν σε μεγάλους αριθμούς τον εθνικό εναέριο χώρο. Αναλαμβάνοντας περιορισμένο ρίσκο, να ποντάραμε στον επηρεασμό των υπολογισμών του αντιπάλου.
Να επιχειρήσουμε να καταστήσουμε δηλαδή πιο δύσκολη την πολιτική απόφαση ενεργού χρήσης του στρατιωτικού εργαλείου σε βάρος μας. Να επηρεάσουμε τους υπολογισμούς του, τοποθετώντας νωρίτερα κόκκινες γραμμές και περιφρουρώντας τις. Πέραν της ρητορικής. Αρνηθήκαμε όμως να πράξουμε και πολλά άλλα:
>Αρνηθήκαμε να εκπαιδεύσουμε την ελληνική κοινωνία να αποδεχθεί το ενδεχόμενο ενός πολέμου με την Τουρκία. Να συμφωνήσουμε κι εμείς με την άποψη ότι δεν μπορούμε να γίνουμε Ισραήλ. Διαφωνούμε όμως ότι δεν θα μπορούσαμε να μετεξελιχθούμε σε μία παραλλαγή της μικρής χώρας της Μέσης Ανατολής.
Μιμούμενοι τη σοβαρότητά της τουλάχιστον στον τομέα της προάσπισης των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Τον συστηματικό τρόπο και τον ορθολογισμό με τον οποίο αντιμετωπίζει την άμυνά της. Κυρίως όμως τη δημιουργία της πεποίθησης σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, ότι με την ασφάλεια του κράτους του Ισραήλ γνωρίζεις ότι δεν θα μπορέσεις, επειδή δεν θα σου επιτραπεί, να παίζεις.
Μήπως αυτή η πεποίθηση, η συνεπής και συνεχής άρνηση στους πολυάριθμους εχθρούς -μια νησίδα σε μια αραβική θάλασσα, όπως χαρακτηριστικά λέγεται- είναι που οδήγησε στις σεισμικές ανακατατάξεις στο σημερινό πεδίο των διεθνών σχέσεων στη Μέση Ανατολή; Μήπως ο αντίπαλος οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η στρατηγική του αποδείχθηκε αναποτελεσματική και ορθολογικά σκεπτόμενος αναζήτησε την αναθεώρηση;
Μήπως ήταν αυτή η στάση που οι γεωστρατηγικές αλλαγές την μεταψυχροπολεμική εποχή, οδήγησε σε μια ριζική αλλαγή της σκέψης του, αρχίζοντας να αντιμετωπίζουν το αντίπαλο ως τον σημαντικότερο δυνητικά σύμμαχο έναντι της όξυνσης της πραγματικής απειλής για τις σουνιτικές μοναρχίες, που αντιπροσωπευόταν από το Ιράν;
Στο εσωτερικό όμως, αποφύγαμε ακόμα και να τη διδάξουμε στα σχολεία την ιστορική απειλή όπως και όσο θα έπρεπε… Μαζί με τη σημασία της ειρηνικής συνύπαρξης και την υπέρβαση ιστορικών προβλημάτων, χωρίς όμως ούτε να ξεχνάμε την Ιστορία, ούτε να αποκλείουμε κατηγορηματικά ότι τα προβλήματα δεν μπορούν να ενσκήψουν εκ νέου. Σε μερικές γενιές από σήμερα. Μακάρι να μην συμβεί. Ποιος μπορεί να το διασφαλίσει όμως;
Πάντα τα Βαλκάνια γεννούσαν πολέμους και θα πρέπει να κατανοούμε τον χώρο σε βάθος. Να μη θεωρούμε τίποτα ως δεδομένο. Η ειρήνη είναι μια μεγάλη κατάκτηση. Δεν την προασπίζεις σβήνοντας την ιστορική μνήμη. Τα ίδια κάναμε και με την Τουρκία, όπου το πρόβλημα έχει ξεκάθαρα και στρατιωτική διάσταση.
Στρουθοκαμηλίζοντας, πείσαμε τον εαυτό μας γι’ αυτό που μας βόλευε! Προβάλαμε το ευκταίο ζώντας σε μια αυτοκαταστροφική εικονική πραγματικότητα, πείθοντας τον εαυτό μας ότι θα μετατραπεί σε πραγματικότητα επειδή έτσι το αποφασίσαμε.
Συλλογική συμπεριφορά που άπτεται της ψυχιατρικής. Για την οποία κάποιοι είναι υπεύθυνοι. Όχι τόσο οι ίδιοι οι φορείς τέτοιων αντιλήψεων, αλλά οι κυβερνήσεις που είτε πείστηκαν είτε χρησιμοποίησαν ως πρόσχημα αυτά τα ιδεολογήματα. Στερείται νοήματος να αναφερθούμε σε ονόματα. Στόχος είναι να κατανοήσουμε τη λογική, όχι να απαξιώσουμε τον έναν ή τον άλλον ηγέτη.
Κάποιοι… πεφωτισμένοι ιστορικοί αναθεωρητές, αποφάνθηκαν ότι το πρόβλημα δεν ήταν ο τουρκικός αναθεωρητισμός, αλλά οι ιστορικά φορτισμένες εικόνες και τα στερεότυπα και στις δυο πλευρές του Αιγαίου. Και φυσικά ξεκινήσαμε μονομερώς να λύνουμε το πρόβλημα, αγνοώντας βολικά ότι η άλλη πλευρά δεν θα ακολουθήσει.
>Αρνηθήκαμε να αυτονομηθούμε στο βαθμό που μας επέτρεψαν οι συνθήκες. Προσπαθήσαμε να καλυφθούμε πίσω από τη συμμετοχή μας στη συμμαχία του ΝΑΤΟ… Δεν μας “βγήκε” για τον πολύ απλό λόγο ότι τα αντικρουόμενα συμφέροντα στους κόλπους της Συμμαχίας όχι μόνο ήταν υπέρ της Τουρκίας, αλλά και υπερίσχυσαν του ρόλου και των ιδρυτικών αρχών της.
Πειστήκαμε επειδή βόλευε τα στερεότυπά μας, ότι η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ Ελλάδας και Τουρκίας καθιστούσε αδύνατη μια πολεμική σύρραξη. Διαπιστώσαμε στην πράξη, ότι μεταξύ ειρήνης και πολέμου υπάρχουν πολλά ενδιάμεσα στάδια, τα οποία μπορούν να παράξουν το ίδιο αποτέλεσμα. Και βόλευαν τον αντίπαλο…
Σε ένα προστατευμένο περιβάλλον σαφώς ευνοϊκά προδιατεθειμένο υπέρ του, μπορούσε να αναπτύξει την αναθεωρητική του στρατηγική, χτίζοντας μεθοδικά και αναμένοντας υπομονετικά να έρθει η κατάλληλη χρονική στιγμή. Όταν θεώρησε πως αυτή ήρθε, δε δίστασε να φτύσει στη μούρη την ίδια τη Συμμαχία και ξεκινώντας στρατηγική συνεργασία με τον μεγάλο αντίπαλο!
Αντί να αντιδράσει η Συμμαχία, δεν αντελήφθη το φτύσιμο και προσποιούμενη ότι… βρέχει, ενεπλάκη σε μια προσπάθεια διαχείρισης της κατάστασης, αναμένοντας σαν την απατημένη σύζυγο που αρνείται ακόμα και να αναλογιστεί το ενδεχόμενο διαζυγίου, την ολική επαναφορά του άπιστου στη συζυγική εστία και κλίνη. Πάλι δεν δείξαμε να αντιλαμβανόμαστε σε βάθος τις εξελίξεις.
Επί της ουσίας είχαμε πείσει τον εαυτό μας, ότι η ιδιότητα του κράτους-μέλους της Συμμαχίας, μας απαγόρευε να στραφούμε απέναντι σε ένα κράτος-μέλος ακόμα κι όταν αυτό αμφισβητούσε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Πώς είναι δυνατόν να κατηγορηθούμε ότι στραφήκαμε κατά ενός συμμάχου!
Βοηθούσης και της τεράστιας -στα μάτια της Συμμαχίας- γεωστρατηγικής σημασίας της Τουρκίας, με απλά λόγια, βρεθήκαμε στη θέση να προβαίνουμε σε διαπιστώσεις εξαιρετικά δυσάρεστες. Στην πράξη, όχι στη θεωρία. Και πάλι όμως αρνηθήκαμε να προβούμε σε εθνικές αναθεωρήσεις. Ίσως διότι ο μηχανισμός της άρνησης της πραγματικότητας εξακολουθεί να βρίσκεται σε λειτουργία….
>Αρνηθήκαμε ξανά μετά τα Ίμια να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα και προσπαθήσαμε να καλυφθούμε πίσω από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν μας “βγήκε” και δεν μας “βγαίνει” για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Ή μάλλον, για την ακρίβεια, για ποιοτικά χειρότερους!
Ουδέποτε υποστήριξε η Ευρωπαϊκή Ένωση ότι ανάμεσα στις υποχρεώσεις της ανήκει η προστασία της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών-μελών. Στην Ελλάδα όμως, οι ανεγκέφαλοι ήταν πολλοί και σε σημαίνουσες θέσεις, που είχαν αποφανθεί και ότι προστατευόμαστε και ότι μπορούσαμε να μειώσουμε τις αμυντικές δαπάνες! Κι αυτό έπαιξε τον ρόλο του οδηγώντας μας στα Ίμια. Που απέτυχαν εκ νέου να μας συνετίσουν.
>Αρνηθήκαμε στη μετά τα Ίμια περίοδο να αξιοποιήσουμε την συσσωρευμένη εμπειρία που όλα αυτά τα χρόνια αποκομίσαμε… Γνωρίζαμε τι ακριβώς περιγράφει τον κακό μας εαυτό, τις αδυναμίες μας όπως και το ότι δεν μπορούμε να υπολογίζουμε σε πραγματική συνδρομή από την πλευρά συμμάχων και εταίρων. Τι κάναμε;
Θα συνεχίσουμε στο δεύτερο μέρος εξετάζοντας όσα κάναμε και δεν κάναμε μετά τα Ίμια. Έχοντας φυσικά κινητοποιηθεί όχι πριν, αλλά μετά από το όταν το πρόβλημα έσκασε στα χέρια μας. Έχοντας αμελήσει να κάνουμε όσα θα έπρεπε εγκαίρως, με διάφορες δικαιολογίες. Καταφέρνοντας 25 χρόνια μετά να έχουμε ακριβώς την ίδια συζήτηση…
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου