Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.
Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.
Είναι η γλώσσα των Θεών.
«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Κικέρων)
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (153)
1) το ¨τσαλαφούτι¨πώς προέκυψε;
2) επιθ. ασθενής (ο): τα συνθετικά του.
3) επιρρ. παρεμπιπτόντως: τα συνθετικά και η ερμηνεία του.
4) ρ. (μέσης φων.) ενστερνίζομαι: η κυριολεκτική και μεταφορική ερμηνεία του.
5) ουσ. Κολοφών (ο): τα συνθετικά και η ερμηνεία του.
6) επιθ. πτερόεντα (τα) λόγια. Τα συνθετικά του ¨πτερόεντα.¨
7) ρ. ξυπνώ: η ετυμολογία του.
8) επιθ. απερίσπαστος (ο, η): τα συνθετικά και η ερμηνεία του.
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (152) ΕΔΩ.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος:
1) τσαλαφούτι < α-τσαλαβούτι (ρ. τσαλαβουλώ) < (ά) τσαλα (αρχ. ατάσθαλα) + βουτώ (πρβ. μακρο-βούτι) = το προκύπτον από μείξι - ανακάτωμα πρόβειου ή κατσικίσιου γάλακτος, γιαουρτίου και βουτύρου γευστικό κρεμώδες άλλειμμα.
2) α (στερ.) + σθένος (πρβ. επιθ. στενός) = ο μη σθεναρός, αδύνατος, άρρωστος.
3) παρεμπιπτόντως < παρά + εν (εμ) + πίπτω (μτχ. αρσ. ον. ο πίπτων, γεν. πίπτοντος) = το υπάρχον ή συμβαίνον παράλληλα με κάτι άλλο, παράλληλα, μαζύ μ’ αυτό.
4) ενστερνίζομαι < εν + στέρνον + (κατ. ρ. μ.φ.) –ίζομαι = βάζω κάτι εις το στέρνο μου, ασπάζομαι, αποδέχομαι, πιστεύω.
5) Κολοφών (αρχ. γεν. εν. Κολοφών-ος) < κόλος (< πόλος) + φως, φαν-ός, φαν-άρι, φαίν-ομαι) = το υψηλό, κορυφαίον λαμπρόν, περίβλεπτον φως.
6) πτερόεντα < πτερέχοντα < πτερόν + έχω = επτερωμένα, τα έχοντα οιονεί πτερά (μετοχοεπιθετική ομηρική έκφρασις.)
7) ξυπνώ < εκ + ύπνος = εκ-τός ύπνου, εγείρομαι εκ του ύπνου, μη κοιμώμενος όρθιος, έξυπνος, μη αργόστροφος, μη οκνός.
8) απερίσπαστος < α (στερ.) + περί + σπάομαι, -ώμαι (= σπάζομαι) = ο μη διασπώμενος την προσοχήν, ο προσηλωμένος εις το επιχειρείν κάτι, ο προσεκτικός.
2 σχόλια:
5) ουσ. Κολοφών (ο): τα συνθετικά και η ερμηνεία του.
Κολοφώνας το ύψιστο σημείο στο οποίο φτάνει κάποιος ή κάτι, το αποκορύφωμα.
«κολοφών ἐπὶ τῷ περί οἴκου λόγῳ ῥηθέντι εἰρήσθω», Πλάτωνας.
Ετυμολογικά ίσως συνδέεται με την λέξη κολωνός δηλαδή ύψωμα, λόφος,το ανώτατο ύψος σε κάτι...και το επίθεμα -φων.
2) Α (στερητικό) + σθένος(=δύναμη,ρώμη,ορμή,διάθεση) Αυτός που στερείται δύναμης.
3) Παρά + επί + πίπτω= Παρά +εμπίπτει (στην ίδια κατηγορία/περίπτωση),δηλ."παρόμοιο με αυτό που αναφέρεις" ή ΄"επ'αφορμής αυτού που αναφέρεις, ισχύει και το ακόλουθο"
8) Α(στερητικό) + (περί)σπαση = Αυτός που δεν παρεκκλίνει του στόχου του, που δεν αποσπάται η προσοχή/πράξη του σε αυτό που κάνει/'εχει θέσει στόχο, ο απρόσκοπτος, η στοχοπροσήλωση.
ΞΕΝΟΔΟΧΩΦ
Δημοσίευση σχολίου