Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.
Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.
Είναι η γλώσσα των Θεών.
«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Κικέρων)
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (156)
1) επιθ. θνησιγενής (ο,η): τα συνθετικά και η ερμηνεία του.
2) επιθ. ασυνάρτητος (ο,η): πώς ετυμολογείται;
3) μτχ. τεθλιμμένος, συντετριμμένος (ο): τίνος ρήματος είναι και γιατί η γραφή των με δυο μί.
4) ουσ. θόλος (ο): Αν αλλάξομε το πρώτο σύμφωνο με ένα άλλο βρίσκομε την σημασία του.
5) ουσ. ερείπιο(ν) (το): Από ποιο ρήμα προέρχεται;
6) επιθ. πασίδηλον (το): τα συνθετικά του και η σημασία του.
7) ουσ. άγνοια (η): τα συνθετικά και η ερμηνεία του.
8) επιθ. ανώνυμος, επώνυμος (ο): τα συνθετικά και η ερμηνεία των.
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (155) ΕΔΩ.
---------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.
1) θνησιγενής > ρ. θνήσκω + γίγνομαι = ο βραχύβιος, ο εκ γενετής έχων ολίγη διάρκεια ζωής.
2) ασυνάρτητος < ά(νευ) + συν-άρτησι (πρβ. ρ. αν- αρτώ, εξ- αρτώ) = ο ασύνδετος, προκειμένου περί ασυναρτήτων ο λόγων που δεν έχουν σχέσι, ειρμό, νόημα. .
3) τεθλιμμένος, θλιμμένος (αρχ. μτχ. παρακ. του ρ. θλίβομαι ( οριστική: τέθλιμμαι < θέθλιβμαι > τέθλιβμαι.) Συντετριμμένος (αρχ. μτχ. παρακ. του συντρίβομαι (οριστική: συν-τέτριμμαι < συντέτριβμαι, συντετριβμένος, συντετριμμένος).
4) θ-όλος, π- όλος, κ –όλον. (πρβ. Όλυμπος < όλων ουράνιος πόλος, η κορυφαία αιθερική κατοικία των θείων όντων.
5) ερείπιον < ρ. ρέπω (πρβ. ροπή, ανατ-ρέπω) = το ανατροπής, πτώσεως κατεστραμμένο υπόλειμμα.
6) πασίδηλον < πάσι (αριθμ. επιθ. πάς, πάσα, πάν, οι πάντες, των πάντων, τοις πάσι) + δήλον ( πρβ. δηλώνω, δήλωσις, Δήλος = το ιερό νησί γηίνης εμφανίσεως - γεννήσεως του θεού Απόλλωνος) = το εις όλους φανερό, ολοφάνερο.
7) άγνοια < α + γνώσις = η απουσία γνώσεως.
8) ανώνυμος < άνευ + όνομα. επώνυμος < επί + όνομα = ο έχων έγκυρον, ανεγνωρισμένον όνομα, κυρίως επί εμπορικών προϊόντων (μάρκα, φίρμα).
1 σχόλιο:
1 θνήσκω (=πεθαίνω) + γένος, δηλ ανήκει σε είδος που θα πεθάνει, δεν είναι αφθαρτο/αθάνατο
6) Δηλεί(= είναι δηλωμένο/φανερό) τοις πάσει(σε όλους)=Πασιφανές,ολοφάνερο,εύκολα αντιληπτό
8 α (στερητικό) + όνομα,αυτός που δεν είναι διάσημος για να τον ξέρεις με τ'όνομα του ,Επί + όνομα, αυτός που είναι τόσο γνωστή η φυσιογνωμία του που τον ξέρεις με τ'όνομα του
ΞΕΝΟΔΟΧΩΦ
Δημοσίευση σχολίου