Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.
Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.
Είναι η γλώσσα των Θεών.
«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Κικέρων)
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (136)
1) επιθ. απερίσπαστος (ο): τα συνθετικά και η ερμηνεία του.
2) ουσ. φοιτητής (ο): Η ετυμολογία του.
3) ¨ τεθλιμμένοι συγγενείς¨ Πώς ετυμολογούνται και αι δυο λέξεις;
4) ουσ. γεωπόνος (ο): Τα συνθετικά του.
5) επιθ. εγγειοβελτιωτικά (έργα.) Τα συνθετικά και η σημασία του.
6) επιθ. ανιδιοτελής (ο,η). Τα συνθετικά του μέρη.
7) (κώνωψ) ο φλεβοτόμος: δηλαδή;
8) επιθ. ομοτράπεζος (ο, η) και ουσ. τραπεζοκόμος, γηροκόμος, βρεφοκόμος (ο,η.) Τα συνθετικά των και η σημασία των.
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (135) ΕΔΩ.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος
1) απερίσπαστος < α(νευ) + περί + ρ. σπώμαι (ρίζα σπ-, ρ. σπά-ζω), = ο χωρίς διακοπή, αδιάκοπος.
2) φοιτητής < ρ. φοιτώ (ρίζα φτ-, πτ-, (πρβ. φυτό, φύομαι, φύσις, πτερό) = ο συχνάζων, θαμών .
3) τεθλιμμένοι < θεθλιβμένοι, μτχ. παρακ. του ρ. θλίβομαι = οι θλιμμένοι. συγγενείς < συν + γέν-ος = οι του αυτού γένους.
4) γεωπόνος < γη + πόνος (= κόπος) = ο περί την γην κοπιάζων, ασχολούμενος.
5) εγγειοβελτιωτικά < εν + γη + ρ. βελτιώ = τα εντός της γης βελτιωτικά-τροποποιητικά έργα, σήραγγες, σωληνώσεις κ.λ.π.
6) ανιδιοτελής < ά (νευ) + ίδιον (= ιδιωτικόν, προσωπικόν), τέλος (= όφελος) = ο μη συμφεροντολόγος.
7) κώνωψ < κώνος + ωψ ( = όψις) = κουνούπι. φλεβοτόμος < φλέβ-α + τέμνω ( πρβ. ουσ. τόμος, τομή) = ο τέμνων - τσιμπών την φλέβα.
8) ομοτράπεζος < ομού + τράπεζα = ο, η συγκαθήμενος στο ίδιο τραπέζι. τραπεζοκόμος < τράπεζα + ρ. κάμνω, (κάνω) = ο,η κανονίζων, φροντίζων τα της τραπέζης. ο,η γηροκόμος < γήρας + ρ. κάμνω = ο, η κανονίζων, φροντίζων τους γέροντας (πρβ. γηροκομείον). ο,η βρεφοκόμος < βρέφος + κάμνω = ο, η κανονίζων, φροντίζων τα βρέφη (μπέημπι σίτ-ερ = η σιτ-ίζουσα τα βρέφη.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου