Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.
Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.
Είναι η γλώσσα των Θεών.
«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Κικέρων)
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (65)
1) Άτλας, τάλας, ταλαιπωρία, άθλος, θάλασσα: Η κοινή των νοηματική ρίζα.
2) ακραιφνής (ο) επιθ: Πώς ετυμολογείται η λ. και τί σημαίνει;
3) στοργή (η): Τι σχέσι έχει με το ¨έργον,¨ τον ¨οργασμό¨ και την ¨όρεξι;¨
4) τσόφλι (το): Πώς προέκυψε;
5) Γιατί ¨Ι ό νιον¨ (όμικρον) και ¨Ι ω νία¨ (ωμέγα);
6) Ισχύς (η), σχέσις (η), ισχίον(το), σκέλος (το): με ποια ρίζα ταυτίζονται;
7) κατευνάζω, ευνή (η), ευνουχίζω: Η κοινή των καταγωγή.
8) εμπρηστής (ο): Τα συνθετικά της λ.
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (64) ΕΔΩ.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.
1) συμφωνικό σύμπλεγμα θλ- > τλ- δηλοί δυσκολία, βάσανα αλλά και κατόρθωμα, άθλον εφ’ όσον αι δυσκολίαι αυταί υπερνικηθούν. Ο Άτλας είχε ένα …βάρος, χα, χα, τάλας (o) = o ταλαίπωρος, ο άθλος είναι κατόρθωμα αλλά άθλιος είναι ο αξιολύπητος, η δε πικρο θ (ά) λ ασσα αυτή αν δεν έχει ναυάγια και πνιγμούς…
2) ακραιφνής < ακεραιοφανής ( ακέραιος + φαίνομαι) = ο όλως φανερός, ολοφάνερος, ο πασίδηλος.
3) στοργή < ρ. στέργω (αποδέχομαι), < στ- (πρβ. ί-στ-αμαι, στ-έκομαι, στάσις η ) + οργή (= βουλημία, πρβ. ορέγ-ομαι, όρεξ-ις < όρεγ-σις, οργ-ασμός ) = στάσι ορέξεως, οργ-ασμού άρα έλξις, φιλία, αποδοχή.
4) τσόφλι (το) < τσολύφι < κελύφι < κέλυφος (το).
5) Ιόνιον (το), (θέμα Ιο-) προελθόν εκ του ονόμ. η Ιώ, γεν. της Ιο- ύς (ον. Η Ιώ) θηλυκού γένους. ενώ Ιωνία (η), (θέμα Ιω-) εκ του Ίω-νος, γένους αρσενικού.
6) Το συμφωνικό σύμπλεγμα (σχ-, σκ-) δηλοί δυναμική σύνδεσι, σχέσι (π.χ. σκέλος, σκελίς, σελίς ) ενώ το γιώτα (ι-) δύναμι (πρβ. ίς (η) της ινός, δημοτ. ίνα (η), πηνίον (το) ) Άρα και ισχίον είναι κάτι ισχυρόν που συγκρατεί τα σκέλη, σκέλη που με την σειρά των στηρίζουν σε διάφορες στάσεις το σώμα.
7) εύνους (ο) = ο ευνοϊκός. Ευνή (η) αρχ. = η ομόκοιτος κλίνη και κατ’ επέκτασιν την, τον σύζυγο που συνεφώνησαν (εύνοια) να κοιμώνται ως έγγαμοι μαζί. Ευνούχος και ευνουχίζω (<ευνου(σ)χίζω) (ευνή+ από-σ-χ-ισις, αποκοπή) εδώ του ανδρικού μορίου.
8) εμπρηστής (ο) < ρ. επίμπρημι < επί + πυρ + (ρημ. καταλ.) -μι = βάζω, ανάπτω-ανάβω πυρά, φωτιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου