Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.
Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.
Είναι η γλώσσα των Θεών.
«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Κικέρων)
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (98)
1) ουσ. βεληνεκές (το): τα συνθετικά του.
2) ουσ. γκρίνια (η): Η προέλευσί της λ.
3) μαλλώνω. Πώς ετυμολογείται.
4) ουσ. κατάνυξις (η): Τα συνθετικά και η ερμηνεία της λ.
5) ουσ. Ερμής (ο), ερμηνεία (η). Η ετυμολογία του.
6) επιθ. κατσούφης (ο) : Η ετυμολογία του δίνει και την σημασία του.
7) ρ.σκουντουφλώ. Πρόκειται περί παραφθοράς του μεσαιων. ρήματος…
8) τεταμένος, συμβεβλημένος, υπογεγραμμένος (ο): Τίνων ρημάτων μεσοπαθητ. φωνής είναι αι ανωτέρω αρσ. γένους μετοχαί παρακειμένου;
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (97) ΕΔΩ .
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.
1) βεληνεκές < βέλος + ένεκα (εν + εκ, (πρβ. ουσ. έκ- τασις, επιρρ. εκ-άς, εκατόν))= καταλ ουδ. –ες. η ρίψεως βέλους έκτασις-απόστασις.
2) γκρίνια (< γ+κρίν-ια) = η καταχρηστική κρίσις (ρ. κρίνω, κατακρίνω) κριτική.
3) μαλλώνω < μαλλ-ιά. Μεταφορικώς εκ του κατά την γυναικείαν συμπλοκήν αγρίου μαλλιοτραβήγματος.
4) κατάνυξις < κατά + ρ. νύσω (ουσ. νυγ-μός, νυγ> νυχ-τα > νυκ-τα) πρβ. όνυξ (ο) -- νύχ-ι (το) = το ¨κατανυχιαστικό¨, ο πόνος από το επώδυνο αλλά και αφυπνιστικό μπήξιμο-κέντρισμα του όνυχος – ( νυχιού) στο σώμα, και μεταφορικώς (θρησκευτική έκφρασι ) στην ψυχή.
5) Ερμής < ουσ. ερμηνεία ρ. ερμη-ν+εύω. (= έρωτ-ος-ερωτ-ήματος μνεία-ενασχόλησις )
6) κατσούφης < (έ) -κατσ- (α) + ύφος = το σκυφτό (πρβ. ομηρ. ¨επισκύμνιον¨ (το) ήτοι το ζαρωμένο-σκυφτό υπομέτωπο του εξαγριωμένου λέοντος), καθιστό (όπως ρ. κάθομαι, αορ. έκατσα και επιθ. κατσ-α-ρό (μαλλί), επιθ. κατσιασμένος, ους. κατσουλιέρης = ο κορυδαλλός λόγω του επικλινούς-καθιστού λοφίου του ) ύφος.
7) σκουντουφλώ < σκοντάπτω, πέφτω, χαμηλώνω (πρβ. ιταλ. σκόντο = έκπτωσι, χαμήλωμα της εμπορικής τιμής του προϊόντος, σκουντούφλης = ο περιπατών κοιτώντας τα πόδια του.
8) τεταμένος (ενεστώς ρ. τείνομαι), συμβεβλημένος (ρ. συμβάλλομαι), υπογεγραμμένος (ρ. υπογράφομαι)
1 σχόλιο:
1) ουσ. βεληνεκές (το): τα συνθετικά του.
Από το βέλος + -ηνεκής δηλαδή βεληνεκής
Δημοσίευση σχολίου