ZEYΣ ΕΛΑΥΝΩΝ


Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑ-ΛΕΞΙΓΝΩΣΙΑ (15)


Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.

Γράφει ο ΛεξιΘήΡ :

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (15) 

1)  Γλύφω (γλύπτης), γράφω (ζω-γραφίζω ), λείχω = γλείφω, (πρβ. γ-λειχουδιά) αλλά και γελώ. Ποια κοινή έννοια αι λέξεις αυταί έχουν;

2)  Γιατί άλλο βραχιόλι και άλλο περικάρπιο;

3)  απειλή: τι κυριολεκτικά σημαίνει;

4) Φεύ! Πώς ερμηνεύεται και από ποια πολυφορεμένη και σήμερα λέξι προέρχεται το αρχαιοελληνικό αυτό επιφώνημα;

5)  Ύφ-ασμα, φ-άσμα, άσμα.  Έχουν κάποια σχέσι;  

6) Ίαμα. Με ποια λέξι σχετίζεται αναγραμματιζόμενο;

7)  Μπορώ: Πώς προέκυψε η λέξις αυτή κσι η σημασία της;

8) έρκος (ομηρ.λέξις = φράγμα τοίχος.) Ποιες ελληνικές ομόρριζες λέξεις  ¨ερμηνεύουν¨ την λέξι αυτή;    

Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (14) ΕΔΩ.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.

1) Κοινή έννοια όλων το χαράσσειν-λαξεύειν-μαλάσσειν είτε επί σκληρού είτε μαλακού αντικειμένου.  Το γ-ε-λ-ώ είναι η χαραγή-άνοιγμα των χειλέων του τελούντος εν ευθυμία.

2) Βραχιόλι εκ του βραχί-ων, (ο) (γεν. –ονος) το περιτύλιγμα του μπράτσου  (αντιδάνειο ιταλικό εκ του ελλ. ο βραχίων.) Το βραχιόλι λέγοντες σήμερον ημείς εννοούμεν το περικάρπιον (κοσμητικόν έλασμα γύρωθε του καρπού.)

3)  απειλή. Εκ του από + είλον, αορ.β΄ του αιρέω-ώ = κυριεύω, εκπορθώ πόλιν , χώραν.  (πρβ. όλ-εθρος, είλως (ο) γεν. είλωτος, αιχμ-άλ-ωτος, κ.λ.π.

4) Φεύ, εκ του φεύ-γε (προστακτική) προκειμένου δια κάτι δυσάρεστον και ανομολόγητον όπως και σήμερον ¨άσε¨, ¨άσ’ το καλύτερα.¨

5)  Εκ ρίζης υφ- (υπό) + αν- (άνω) το ανεβοκατέβασμα του αργαλειού της υφάνσεως που δίνει σχήμα και εμφάνισιν στο υφαινόμενον. (πρβ. ρ. φαίνομαι, ο ύμνος < ύφ-νος), το ύφος λογοτεχνικόν κ.λ.π. ως και Αίνος όρος λαβόν το όνομα εκ του ύψους (αν-ήφορος) αυτού.

6)   Ίαμα < αίμα, κάτι που δίδει αίμα και ως εκ τούτου θεραπεύει. (πρβ. ίασις, ιατρός, Ιησούς, Ιάσων).

7)  Μπορώ < ευ+ πορώ (= προχωρώ, βρίσκω πέρασμα) και άρα ανταπεξέρχομαι σε κάτι, δύναμαι. Πρβ. άπορος ο άνευ πόρων είτε βιοποριστικών είτε οδικών άρα ο εις αδιέξοδον ών, ο αδύνατος γενικώς.      

8)   Έρκος (το) = φράγμα (πρβ. έργον, έρμα, φ-ράκ-της, ειρκτή (η), κάθειρξις (η) αλλά και όρκος (ο) = ο ηθικός φραγμός δια της επικλήσεως του θεού τιμωρού των παραβατών επιόρκων.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: