Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Γράφει ο ΛεξιΘήΡ :
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (15)
1) Γλύφω (γλύπτης), γράφω (ζω-γραφίζω ), λείχω = γλείφω, (πρβ. γ-λειχουδιά) αλλά και γελώ. Ποια κοινή έννοια αι λέξεις αυταί έχουν;
2) Γιατί άλλο βραχιόλι και άλλο περικάρπιο;
3) απειλή: τι κυριολεκτικά σημαίνει;
4) Φεύ! Πώς ερμηνεύεται και από ποια πολυφορεμένη και σήμερα λέξι προέρχεται το αρχαιοελληνικό αυτό επιφώνημα;
5) Ύφ-ασμα, φ-άσμα, άσμα. Έχουν κάποια σχέσι;
6) Ίαμα. Με ποια λέξι σχετίζεται αναγραμματιζόμενο;
7) Μπορώ: Πώς προέκυψε η λέξις αυτή κσι η σημασία της;
8) έρκος (ομηρ.λέξις = φράγμα τοίχος.) Ποιες ελληνικές ομόρριζες λέξεις ¨ερμηνεύουν¨ την λέξι αυτή;
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (14) ΕΔΩ.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.
1) Κοινή έννοια όλων το χαράσσειν-λαξεύειν-μαλάσσειν είτε επί σκληρού είτε μαλακού αντικειμένου. Το γ-ε-λ-ώ είναι η χαραγή-άνοιγμα των χειλέων του τελούντος εν ευθυμία.
2) Βραχιόλι εκ του βραχί-ων, (ο) (γεν. –ονος) το περιτύλιγμα του μπράτσου (αντιδάνειο ιταλικό εκ του ελλ. ο βραχίων.) Το βραχιόλι λέγοντες σήμερον ημείς εννοούμεν το περικάρπιον (κοσμητικόν έλασμα γύρωθε του καρπού.)
3) απειλή. Εκ του από + είλον, αορ.β΄ του αιρέω-ώ = κυριεύω, εκπορθώ πόλιν , χώραν. (πρβ. όλ-εθρος, είλως (ο) γεν. είλωτος, αιχμ-άλ-ωτος, κ.λ.π.
4) Φεύ, εκ του φεύ-γε (προστακτική) προκειμένου δια κάτι δυσάρεστον και ανομολόγητον όπως και σήμερον ¨άσε¨, ¨άσ’ το καλύτερα.¨
5) Εκ ρίζης υφ- (υπό) + αν- (άνω) το ανεβοκατέβασμα του αργαλειού της υφάνσεως που δίνει σχήμα και εμφάνισιν στο υφαινόμενον. (πρβ. ρ. φαίνομαι, ο ύμνος < ύφ-νος), το ύφος λογοτεχνικόν κ.λ.π. ως και Αίνος όρος λαβόν το όνομα εκ του ύψους (αν-ήφορος) αυτού.
6) Ίαμα < αίμα, κάτι που δίδει αίμα και ως εκ τούτου θεραπεύει. (πρβ. ίασις, ιατρός, Ιησούς, Ιάσων).
7) Μπορώ < ευ+ πορώ (= προχωρώ, βρίσκω πέρασμα) και άρα ανταπεξέρχομαι σε κάτι, δύναμαι. Πρβ. άπορος ο άνευ πόρων είτε βιοποριστικών είτε οδικών άρα ο εις αδιέξοδον ών, ο αδύνατος γενικώς.
8) Έρκος (το) = φράγμα (πρβ. έργον, έρμα, φ-ράκ-της, ειρκτή (η), κάθειρξις (η) αλλά και όρκος (ο) = ο ηθικός φραγμός δια της επικλήσεως του θεού τιμωρού των παραβατών επιόρκων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου