ZEYΣ ΕΛΑΥΝΩΝ


Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021

ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑ-ΛΕΞΙΓΝΩΣΙΑ (25)

Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.

"Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις

το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων

κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν."  (Πλούταρχος)


Γράφει ο ΛεξιΘήΡ :

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (25)

 
1) ψωμί  (και αρχ.ελλ. όψος = φαγητό) τι σχέσι έχουν με την όψιν-όρασιν;

2)  οφθαλμός. Ποια τα συνθετικά της λέξεως και η κυριολεκτική σημασία της;

3)  Λόχος και λεχώ τι συγγένειαν έχουν;

4)  δαίμων και δαμάζω τι σχέσι έχουν;  

5)  Άλλο το μηδέν και άλλο το ουδέν.  Γιατί;

6) Άλλο ευφορία και άλλο εφορία.

7) πιάτο.  Ελληνική λέξις αντιδάνειο. Γιατί;

6)  (η) περόνη  και (το) πηρούνι είναι το ίδιο πράγμα;        


Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (24) ΕΔΩ .

--------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αι  απαντήσεις του Λεξιθήρος

 
1) Διότι τρώγοντες τα φέρομεν πρό όψεως (κατάμουτρα).

2) όπ (μα)> όμμα (μάτι) +  θάλαμος, (πρβ.  θαλάμη σφαιρών όπλου) = η έδρα των ομμάτων (πρβ. α-όμματος) .

3) Έχουν την έννοιαν της στάσεως και παραφυλάξεως-ενέδρας.  Ο λόχος (στρατιωτικόν σώμα) ενεδρεύει  ακίνητος εναντίον του εχθρού, η δε λεχώ παραμένει το αυτό ακίνητος-κλινήρης κατά την λοχείαν ( μετά τον τοκετόν.)  

4) Ο δα-ίμων είναι ο δα-μάζων (πρβ.  δάμαρ, δαμαρτή ήτοι η δαμαζομένη δια του γάμου όπως ο ίππος γυνή, και αρχ.ελλην.  ρ. γα-μώ-νυμφεύομαι εκ του  δα-μώ. Και γη-δη (εξ ού δή-μος και δη-μοκρατίακ.λ.π.)  ήτοι ο γεωργικός πληθυσμός) = η δαμαζομένη υπό του γε-ωργού-δη-μιουργού γη.  (πρβ. δή-μιος και δη-μιουργός =  ο, κατά κυριολεξίαν, δια της γης-χώματος  αγγειο-πλάστης.)

5)  μηδέν < μηδέ+ έν-α, (εξ αφαιρέσεως και αποτελέσματος), π.χ.  πέντε μείον πέντε (προκύπτει) μηδέν,  μηδέν εις το πηλίκον κ.λ.π. Ουδέν (επιθ.) ουδέ +έν(α), ( εξ ορισμού), π.χ.  Ουδέν-κανένα πρόβλημα.

6) ευφορία (< εύ + φέρω, διάκειμαι) όπως και ευ-διαθεσία ( ευ+ δατίθεμαι.) Εφορία εκ του εφορώ  (επί + ορώ=βλέπω) =  η επιβλέπουσα και (ε)φορο-λογούσα αρχή.  

7)  αγγλ.  plate, ιταλ. piato  κ.λ.π. < ελλ. ουσ. πλάτος (το) και επιθ.  πλατύ (το).            

8) Το ίδιο. Περόνη (η),  ήτις εκληφθείσα υπό του αγραμμάτου λαού ως ουδέτερον έγινε (το)  περόνη > περούνι > πηρούνι.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: