ZEYΣ ΕΛΑΥΝΩΝ


Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑ-ΛΕΞΙΓΝΩΣΙΑ (31)

ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑ-ΛΕΞΙΓΝΩΣΙΑ

Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.


Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις

το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων

κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.

(Πλούταρχος)


ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (31)

1)  Στοά και οστούν-οστό, τί  νοηματική όπως και γλωσσική σχέσι έχουν;

2)    Κηδεία και κηδεμών φαίνονται νοηματικώς άσχετοι λέξεις αλλά δεν είναι. Γιατί;

3)  Το επιθ. (το) απλούν-απλό  σημαίνει  κυριολεκτικώς το αληθές. Ποιος ο λόγος;  

4)  Το επιθ. αληθές τί σημαίνει βάσει ετυμολογίας;

5)  Τα επίθ. επείσακτος και παρείσακτος είναι σύνθετοι λέξεις. Πώς και τί σημαίνουν;

6)  Υετός: Φαίνεται αρχαία και άγνωστος η λέξις, όχι τόσο όμως εάν παρεμβάλωμε το γράμμα δέλτα μεταξύ των δύο πρώτων φωνηέντων.

7)  Πυρετός: Ποια  η κυριολεκτική σημασία και τα συνθετικά της λέξεως;

8)  Καπρί, καπρίτσιο (βλ. αορ. καπριτσαδώθηκα) τί  νοηματική συγγένειαν έχουν;  


Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (30) ΕΔΩ .

------------------------------------------------------------------------------------------------------------

(Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος)

1)  Στοά συγκρατεί την θόλον όπως  τα οστά ως σκελετός (<στελετός) το ανθρώπινον σώμα.  

2)  Κηδεία,  η πάσα φροντίς γενικώς και ειδικώς ως η τελευταία φροντίς (θρησκευτική τελετή, εκφορά και ταφή των νεκρών. (το καθ’ Όμηρον ¨γέρας (νεκρώσιμοι τιμαί) θανόντων.¨ ) Κηδεμών , ο γονεύς ή αντιγονεύς  υπεύθυνος των μαθητών.

3) απλόον-ούν (πρβ. α-π-α-λόν ήτοι ά-νευ παλμού) < α+ πλάν-η ) άρα το μη άστατον, πραγματικόν, το αληθινό.

4)  αληθές < α+ λανθάνω, λαθεύω  (πρβ. λάθος) άρα το μη λανθασμένον, το αληθινό.  

5)  επείσακτος < επί+εισάγω (πρβ.  εισαγωγή) = ο επιπροσθέτως εισαγόμενος.  Παρ-είσακτος < παρά + εισάγω,  ο παρατύπως και αντικανονικώς εισαχθείς.

6) υετός < υ(δ) ετός < υδατός (πρβ. δρόλαψ, ύδ-ωρ, υγ-ρ-ός < υδρός< υδαρός.)  κοινώς η βροχή.

7)   Πυρετός (πρβ. ρ. πυρέσσω < πυρέχ-σω = έχω  πυρ), η κοινώς θέρμη (θερμότης) του νοσούντος σώματος.

8)  αρχ.ελλ. ρήμα ¨καπράω¨  (πρβ. κάπρος, καπρί) = επί θηλυκών υών (=χοίρων) όταν οργώσι (έχουν οργασμόν ) προς οχείαν – επίβασιν - ¨πήδημα¨  (πρβ. όχημα, οχεύω, οχετός-υγρό λούσιμο.)  Καπρίτσιο, το  θηλυκό  νάζι αλλά και γενικώς ο θυμός και η πεισματική ιδιοτροπία.  (πρβ. λαικόν: καπριτσαδώθηκα.)

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Καλησπέρες,

1) Στοά και οστούν-οστό, τί νοηματική όπως και γλωσσική σχέσι έχουν;

Στοά στεγασμένος τόπος όπου τη στέγη βαστάζουν κίονες, η στοά αναγραμματίζεται σε οστά, τα οστά ως κίονες στηρίζουν το σώμα

2) Κηδεία και κηδεμών φαίνονται νοηματικώς άσχετοι λέξεις αλλά δεν είναι. Γιατί;

κῆδος, Δωρ. κᾶδος, φροντίδα για τους άλλους, φροντίδα για την κηδεία αλλά και φροντίδα για τα τέκνα.

ΚΙΜΩΝ

ΛΥΚΑΣΤΡΟΣ είπε...

6) Υετός: Φαίνεται αρχαία και άγνωστος η λέξις, όχι τόσο όμως εάν παρεμβάλωμε το γράμμα δέλτα μεταξύ των δύο πρώτων φωνηέντων.

Η λέξη Υετός παράγεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ὕω ("στέλνω βροχή, βρέχω"). Παράγωγα: ὑετός, ὑέτιος,–ία,–ον, καθώς και ὑετώτατος. Σημειώνεται ότι τόσο το ρήμα ὕω όσο το παράγωγό του ὑετός συναντώνται στα ομηρικά έπη και δηλώνουν ιδίως την καταρρακτώδη, διαρκή, συνεχόμενη βροχή, τη νεροποντή, σε αντίθεση με τους όρους ὄμβρος ("βροχή") και ψεκάς ή ψακάς ("ψιλόβροχο").

ΛΥΚΑΣΤΡΟΣ είπε...

2) Κηδεία και κηδεμών φαίνονται νοηματικώς άσχετοι λέξεις αλλά δεν είναι. Γιατί;

Κηδεία σημαίνει οικειότης
Κήδειος είναι ο φροντιστής
Κηδείους σημαίνει τους κατ'επιγαμίαν οικείους η συγγενείς.

Κηδεμόνες είναι οι κατ'επιγαμίαν οικείοι ή συγγενείς.

Πάντα σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες.

ΛΥΚΑΣΤΡΟΣ είπε...

7) Πυρετός: Ποια η κυριολεκτική σημασία και τα συνθετικά της λέξεως;

Πυρ = Πυρετός

Πυρετός= Φλογισμός, καύμα, το δε σώμα πυρ λέγει.

ΛΥΚΑΣΤΡΟΣ είπε...

5) Τα επίθ. επείσακτος και παρείσακτος είναι σύνθετοι λέξεις. Πώς και τί σημαίνουν;

Παρείσακτον το αλλότριο το ξένο...αυτός που έχει εισχωρήσει κρυφά εντός μιας ομάδας ή χώρας καλή ώρα τα Πάκια. Από το παρεισάγω (άγω-οδηγώ) κρυφά και λαθραία.

Επείσακτος ο ξενόφερτος αυτός που έχει έρθει από αλλού.
-ον , ως το επακτός από το επάγω ο κομιζόμενος ή επαγώμενος από ξένη χώρα.

"ἔρως δέ, ὅτι ἐσρεῖ ἔξωθεν καὶ οὐκ οἰκεία ἐστὶν ἡ ῥοὴ αὕτη τῷ ἔχοντι, ἀλλ’ ἐπείσακτος διὰ τῶν ὀμμάτων" Πλάτ. Κρατ. 420Β.

"ἀντίθετον τῷ αὐτόχθων, εἶναί φασι τὰς αὐτόχθονας Ἀθήνας οὐκ ἐπείσακτον γένος" Εὐρ. Ἴων 590

ΛΘΡ είπε...



Άξιοι και πανάξιοι ορθονοούντες, ω καλοί μου ελληνόφρονες υπομνηματισταί!