ZEYΣ ΕΛΑΥΝΩΝ


Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

Η αφορμή του πολέμου.

ΛΥΚΑΣΤΡΟΣ :

Η αφορμή του πολέμου.

«Ξένε, μου, ποιος είσαι; Από που ήρθες σ’ αυτήν την μουρλοχώρα;
Πoύθε κρατά η σκούφια σου, πούθε το ριζικό σου;;
Πες μου αλήθεια, μη σε πιάσω να μου αραδιάζεις μούφες.
Γιατί, αν νιώσω πως είσαι φίλος άξιος, στην καρδιά μου θα σε βάλω,
και ο,τι μπορώ θα σου προσφέρω. Αν σε πιάσω κάλπη όμως
θα σου χαμογελάσω,μόνο που δεν θα ξέρεις αν είναι γέλιο
αληθινό ή τα δόντια μου σου δείχνω.

Εγώ είμαι ο βασιλιάς Αψέκαστος που μέσα σε αυτή τη λίμνη
είμαι των βατράχων αρχηγός κι έχω τιμές σ΄ όλη τη ζωή μου.
Μ΄ ανέθρεψε ο πατέρας μου ο Εύπιστος, αφού πρώτα
έσμιξε ερωτικά με την Αφέλεια κοντά στις όχθες
του ποταμού Ηριδανού δίπλα από του Μαξίμου.
Βλέπω πως και συ είσαι όμορφος και δυνατός απ΄ άλλους
πιο πολύ, σκηπτροφόρος βασιλιάς και στους πολέμους πολεμιστής·
 έλα λοιπόν όσο μπορείς πιο γρήγορα μίλα μου για το γένος σου»,

Σ΄ αυτόν τότε απήντησε ο Ψέκης κι αυτά τα λόγια είπε:
«Γιατί ζητάς το γένος μου να μάθεις;» Αυτό είναι πολύ γνωστό ανάμεσα
σ ΄όλους τους ανθρώπους, τους θεούς και τα πτηνά του ουρανού.
Ψέκης είναι το όνομά μου· είμαι από την ταπεινή γενιά Αισώπου,
μα και βασιλικής συνάμα, Και του Σωκράτη υπήρξα μαθητής
και του Αισχύνη εργάτης , Αρκεφών λεγόταν ο πατέρας μου
και την Αρσινόη είχα μητέρα, την κόρη του βασιλιά Νικοκρέοντα.
Σε μια καλύβα εξόριστη εδώ μέσα με γέννησε και με μεγάλωσε
με νόστιμες τροφές, με σύκα, με καρύδια και με κάθε λογής καλά φαγώσιμα.

Πως να με κάνεις φίλο σου, αφού διόλου δε μοιάζουμε οι δυο μας;
Εσύ ζεις μέσα στα νερά, στην ηρεμία της λίμνης. Εσύ τις μύγες κυνηγάς
και στο γιαλό κοιμάσαι Και σαν ακούσεις θόρυβο μέσα στην λάσπη μπαίνεις
και περιμένεις έντρομος να δεις τι κοντοζυγώνει· Ενώ εγώ το έχω συνήθειά
μ’ ανθρώπους να γυρίζω Και σαν αυτοί δεν βλέπουνε εγώ να τους μαθαίνω.
Εμένα δεν μου ξέφυγε ποτέ ψωμί αφράτο, μα πάντα τους παρατηρώ
μην τύχει και με πιάσουν. Με κυνηγούν όπου με βρουν γιατί τους μαγαρίζω,
την άψογη ζωούλα τους με την καθαρή εικόνα. Μα τους ακούω προσεκτικά
πως σκέφτονται τι κάνουν. Και πριν αυτοί λαδιά μηχανευτούν, ήδη εγώ το ξέρω.

Δεν τους πιστεύω εύκολα, παγίδες σαν μου στήνουν με μυρωδάτο
σουσαμότυρο μες την κρυφή την φάκα. Κι όλο αυτοί τρελαίνονται και εγώ
να σπάω πλάκα. Να πολεμάω έμαθα με τους δικούς τους όρους,
όχι με τρομερές κραυγές , ούτε και με παρέα. Με το μυαλό για αρετή,
την πονηριά για ασπίδα. Αλλά ποτέ δεν κιότεψα σαν μπήκα μες στην τρύπα.
Περίμενα μόνο αυτοί να βαρεθούν να φύγουν, κομμάτι από το χειρόμερο
να βγω για να τους πάρω, αυτό που και οι μακάριοι θεοί ποθούν
και στα συμπόσια έχουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: