Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοιςο τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (41)
1) Άλλο το ών (πρβ. παρών) και άλλο το όν, (πρβ. παρόν). Γιατί;
2) ο σωλήν, του σωλήνος. Η ετυμολογία του.
3) Paper: Και όμως είναι ελληνική λέξις.
4) Ξιφουλκώ: Η ετυμολογία και η σημασία του.
5) Εξήντα ή εξήκοντα; Γιατί το δεύτερο είναι ¨σημαντικότερο;¨
6) Ειδήσεις και πρόβλημα. Η ετυμολογία και η σημασία των.
7) Γιατί ενέχυρον και όχι ενέχειρον;
8) αμείλικτος και μειλίχιος: Με τι γλυκό έχουν σχέσι ;
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (40) ΕΔΩ .
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.
1) Άλλο ο ών (του όντος = ο υπάρχων, ο θεός, ο πραγματκός ) και άλλο το ουδέτερο ¨ον¨ (γεν. του όντος = το υπάρχον) όπως λέμε το ανθρώπινο ον. Άλλο ¨ ο παρών¨ άρρην (βλ. παλαιόν Γυμνάσιον Αρρένων) στην τάξι και άλλο η θήλεια ¨παρούσα¨ και το ουδέτερο ¨παρόν ¨ (π.χ. Πωλείται το παρόν οικόπεδο .)
2) (ο) σωλήν < έ-σω + λ-ήν (πρβ. λ-ίαν = πολύ), ο έχων μεγάλο εσωτερικό βάθος.
3) Paper < (ο) πάπυρος.
4) Ξιφουλκώ = ξίφος + έλκω ήτοι τραβώ, προτείνω και κραδαίνω το ξίφος .
5) Το εξήντα δεν δηλοί τίποτα ως προς την προέλευσι-έτυμον και σημασία της λέξεως. Aντίθετα το ¨εξή-κο-ντα¨ < έξ-ι + ηκ- (αρχ. ρ. ήκ-ω = βρίσκω άκ-ρη, φθάνω (πρβ. ¨ήξεις, αφίξεις¨ ρίζ. εκ- δηλούσα την έκ-τασι ) + ήντα.
6) Είδησις (η) < οίδα = γνωρίζω. (πρβ. ειδή=–μορφή και είδος (το) = το εκ του ιδιαιτέρου του γνωρίσματος αναγνωριζόμενο αντικείμενο.)
7) ενέχυρον (το) (< εν + οχυρόν) = αυτό που κατ-οχυρώνει τον δανειστήν έναντι του δανειζομένου . Το ενέχ-ει-ρον θυμίζει χείρ- α, χέρι, εγχειρίδιον, μόνο κάτι που είναι του χεριού μας (ακυρολεξία) δι’ ό και απαραίτητος η ιστορική ορθογραφία.
8) αμείλικτος < ά(νευ) + μέλι + ικ- (<ιχ-,< εχ-) τος = ο μη έχων μέλι-γλυκύτητα τρόπων, ο σκληρός και αδυσώπητος.
2 σχόλια:
4) Ξιφουλκώ: Η ετυμολογία και η σημασία του.
Ξιφουλκώ= σύρω, τραβώ το ξίφος απο την θήκη ξεσπαθώνω.
Ετυμολογείται από το ξίφος+ουλκός/έλκω
8) αμείλικτος και μειλίχιος: Με τι γλυκό έχουν σχέσι ;
μειλίχιος: -α, -ον,από το μειλίσσω....πυρὸς μειλισσέμεν .
Με το μέλι.!!!!
Δημοσίευση σχολίου