Έπειτα από τις δύο – μάλλον προβληματικές – συναντήσεις των κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν που είχαν προηγηθεί τον Σεπτέμβριο του 2019 στη Νέα Υόρκη και τον Δεκέμβριο του 2019 στο Λονδίνο, το «κακό» τελικώς… δεν τρίτωσε στις 14 Ιουνίου στη βελγική πρωτεύουσα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως τα ουκ ολίγα αγκάθια έχουν πια εξαφανιστεί. Κάθε άλλο…  

Ακόμη και ο πιο καλόπιστος παρατηρητής οφείλει να αναγνωρίσει πως η επιχειρούμενη αλλαγή κλίματος στα ελληνοτουρκικά συνοδεύεται από ερωτηματικά, επιφυλάξεις και ενδεχόμενες παγίδες για την ελληνική πλευρά, παγίδες που εξακολουθούν άλλωστε να εξυφαίνονται υπό μορφή τετελεσμένων μέσω Λιβύης και κατεχομένων. Να σημειωθεί, δε, πως ειδικά στα κατεχόμενα το καλοκαίρι αναμένεται θερμό και πλούσιο σε προκλήσεις. 

Ερωτηματικά; 

Το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο περί των θαλασσίων οριοθετήσεων του Νοεμβρίου του 2019 προφανώς και ήταν αρκετό ώστε να χαλάσει το κλίμα στη συνάντηση που είχαν οι κ.κ. Μητσοτάκης και Ερντογάν στο Λονδίνο τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. 

Περίπου 18 μήνες μετά, διερωτάται κανείς εάν όσα έχουν μεσολαβήσει έκτοτε στη Λιβύη δικαιολογούν πια ένα νέο βελτιωμένο κλίμα στα ελληνοτουρκικά; Έχει αλλάξει εν τω μεταξύ κάτι στη στάση της Τουρκίας σχετικά με το τουρκολιβυκό μνημόνιο; 

Η αφρόκρεμα της τουρκικής κυβέρνησης (Τσαβούσογλου, Σοϊλού, Ακάρ, Φιντάν, Αλτούν, Καλίν) επισκέφθηκε σύσσωμη την Τρίπολη στις 12 Ιουνίου, δύο 24ωρα πριν από τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν, υπενθυμίζοντας στη διεθνή κοινότητα πως η Τουρκία πήγε στη Λιβύη για να μείνει, πράγμα που άλλωστε γνωρίζουν πολύ καλά και όσοι εκ των Ευρωπαίων εταίρων επιμένουν (παρά τις τουρκικές προκλήσεις σε βάρος νατοϊκών συμμάχων, παρά την τουρκική υπονόμευση της ευρωπαϊκής επιχείρησης IRINI, παρά τις τουρκικές παραβιάσεις του εμπάργκο όπλων που επέβαλε ο ΟΗΕ) να προσκαλούν την Άγκυρα (αλλά όχι και την Ελλάδα) στις διασκέψεις του Βερολίνου για τη Λιβύη. Υπενθυμίζεται πως η δεύτερη από τις αυτές τις διασκέψεις αναμένεται να πραγματοποιηθεί στις 23 Ιουνίου στη γερμανική πρωτεύουσα. 

Αλλά και πέρα από το λιβυκό, έχει άραγε αλλάξει κάτι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, από την προηγούμενη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν δηλαδή και έπειτα, γύρω από οποιαδήποτε άλλη από τις μονομερείς τουρκικές αξιώσεις έναντι της Ελλάδας; Το ερώτημα έχει δυστυχώς καταλήξει πια να θεωρείται ρητορικό. 

Στη σκιά των παραπάνω, διερωτάται κανείς τι ακριβώς σημαίνει η κυβερνητική διαρροή ότι ανάμεσα στους Μητσοτάκη και Ερντογάν «έσπασε ο πάγος» και ότι οι δύο ηγέτες συμφώνησαν «να αφήσουν πίσω την ένταση του 2020 παρά τις πολύ σημαντικές διαφωνίες». Τι ακριβώς σημαίνει το «αφήνω πίσω την ένταση παρά τις διαφωνίες»; Ότι σταματώ για ένα διάστημα να συζητώ τις διαφωνίες; Ή ότι τις συζητώ μεν αλλά χωρίς εκβιαστικές επί του πεδίου προκλήσεις «που ενδέχεται να οδηγήσουν σε δύσκολα διαχειρίσιμες καταστάσεις»; Ελλάδα και Τουρκία μπορούν, άραγε, να συμφωνήσουν ως προς το τι συνιστά πρόκληση και τι όχι;

Και είναι ή δεν είναι υποχρέωση της Τουρκίας να δεχθεί πίσω τα περίπου 1.450 άτομα των οποίων η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε στην Ελλάδα; Εάν αυτό αποτελεί υποχρέωση, τότε γιατί η ελληνική πλευρά τώρα το βαφτίζει (σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές) «κίνηση καλής θέλησης» από την πλευρά της Άγκυρας; Στη σκιά των παραπάνω ερωτημάτων αναδεικνύονται όμως και κάποιες από τις… ιδιαιτερότητες της τελευταίας συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν. 

Οι ιδιαιτερότητες της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν

«…συνήθως οι επαφές κορυφής έρχονται να πραγματοποιηθούν ως αποκορύφωμα προηγούμενων διαβουλεύσεων οι οποίες έχουν επιλύσει τα βασικά ζητήματα, και στους δύο ηγέτες απομένει η επικύρωση των συμφωνηθέντων με το κύρος που τους διακρίνει. Στην προκειμένη περίπτωση τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί. Οι διερευνητικές συνομιλίες που έχουν ξεκινήσει και οι συναντήσεις των δύο υπουργών των Εξωτερικών δεν έχουν αποδώσει καρπούς…», σημειώνει ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών (και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών) Χρήστος Ροζάκης σε άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής.

Στο ίδιο φύλλο, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος υπογραμμίζει κι εκείνος: ότι για «πρώτη φορά» έπειτα από «πολλές δεκαετίες», μια «ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής… διεξάγεται ως παρακολούθημα μιας στρατηγικά καθοριστικής πολυμερούς συνάντησης, που στην ουσία είναι μια συνάντηση ΗΠΑ – ΕΕ, μια συνάντηση ΗΠΑ – Τουρκίας και μια συνάντηση ΗΠΑ – Ρωσίας», με την υποσημείωση ότι «προτεραιότητα του προέδρου Μπάιντεν δεν είναι ούτε οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ούτε το Κυπριακό». 

Επαφές 

Σημειώνεται πως στις 14 Ιουνίου ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε συναντήσεις στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες όχι μόνο με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη αλλά και με: τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον, τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, ενώ στις 16 Ιουνίου ο Μπάιντεν θα βρίσκεται στη Γενεύη της Ελβετίας για να συναντήσει από κοντά τον Ρώσο πρόεδρο Βλάντιμιρ Πούτιν με τον οποίο ο Ερντογάν είχε τηλεφωνική συνομιλία για τελευταία φορά τον περασμένο Μάιο. 

Από την πλευρά του, ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε την ίδια ημέρα συναντήσεις με τον Μπόρις Τζόνσον στον οποίο διεμήνυσε πως τα όποια επόμενα βήματα στο Κυπριακό δεν γίνεται να εκφεύγουν του πλαισίου της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, καθώς και με τον πρωθυπουργό της Αλβανίας Έντι Ράμα με τον οποίο «συμφώνησαν» πως Ελλάδα και Αλβανία «είναι έτοιμες να επιταχύνουν τις διαπραγματεύσεις για τη συνομολόγηση συνυποσχετικού για την παραπομπή της Οριοθέτησης των Θαλασσίων Ζωνών τους στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης».

«Πιστεύω πως η αναζωογόνηση των διαύλων του διαλόγου ανάμεσα σε εμάς και τη γείτονα και σύμμαχό μας, Ελλάδα, ευνοεί την σταθερότητα και την ευημερία στην περιοχή μας όπως επίσης και την επίλυση διμερών ζητημάτων», δήλωσε ο Τούρκος πρόεδρος μέσω βιντεοσκοπημένου μηνύματος, απευθυνόμενος σε ένα διεθνές ακροατήριο στο πλαίσιο του διοργανωθέντος από το German Marshall Fund of the United States Brussels Forum, πριν από τη συνάντηση που επρόκειτο να έχει με τον Έλληνα πρωθυπουργό στις 14 Ιουνίου. 

«Χωρίς την εμπλοκή τρίτων» 

Από τη βήμα της συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε ωστόσο το βράδυ της 14ης Ιουνίου από τις Βρυξέλλες, μετά τη συνάντηση, ο Τούρκος πρόεδρος υποστήριξε πως Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν να συνεχίσουν να τα λένε διμερώς… «χωρίς την εμπλοκή τρίτων μερών». Ο κ. Ερντογάν επανήλθε, μάλιστα, στο θέμα, υπογραμμίζοντας πως Αθήνα και Τουρκία θα μπορούσαν να συνεννοούνται μεταξύ τους, χωρίς την εμπλοκή τρίτων.

Διερωτάται ωστόσο κανείς εάν αυτή η εμμονή του Τούρκου προέδρου στη «μη-εμπλοκή τρίτων» στρέφεται ενάντια στην ΕΕ, στην Κυπριακή Δημοκρατία και ευρύτερα στα τριμερή σχήματα συνεργασίας που έχει αναπτύξει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.    

Σημειώνεται πως η συνάντηση της 14ης Ιουνίου μεταξύ Ερντογάν και Μητσοτάκη τελικώς διήρκεσε σχεδόν μία ώρα. Πραγματοποιήθηκε σε «καλό κλίμα», όπως θα διέρρεαν κυβερνητικές πηγές εκ των υστέρων. Σε αυτήν συμμετείχαν, πέρα από τους δύο ηγέτες, και η Ελένη Σουρανή με τον Ιμπραχίμ Καλίν. Αυτή ήταν μια αλλαγή της τελευταίας στιγμής, καθώς πριν την έναρξη της συνάντησης υπήρχε πρόβλεψη για την παρουσία μόνο δύο διερμηνέων.

Ωστόσο ο κ. Ερντογάν ζήτησε να μεταφράζει ο κ. Καλίν, αναγκάζοντας πρακτικά τον κ. Μητσοτάκη να επιλέξει την παρουσία στη συνάντηση και της κ. Σουρανή για λόγους αναλογικότητας. Σημειώνεται ότι αυτό το τυπικό 1+1 ήταν και η αρχική συζήτηση ανάμεσα στα επιτελεία Μητσοτάκη-Ερντογάν. 

Μπάιντεν – Ερντογάν 

Τα βλέμματα της διεθνούς κοινότητας ήταν ωστόσο στραμμένα στη συνάντηση που θα ακολουθούσε το απόγευμα της Δευτέρας ανάμεσα στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τον Αμερικανικό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, μια συνάντηση η γεωπολιτική «κληρονομιά» της οποίας θα μας απασχολεί για καιρό…  

ΠΗΓΗ