ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑ-ΛΕΞΙΓΝΩΣΙΑ
Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.
Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.
Είναι η γλώσσα των Θεών.
«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Κικέρων)
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (59)
1) θαμών (θαμών-ας) (ο) και σταθμός. Σε τί μοιάζουν;
2) τρικυμία: δηλαδή;
3) (Μάκτρον (το) = σκούπα.) Ποδό μακτρον (το), χειρό μακτρον (το) Πώς ετυμολογείται και ερμηνεύονται α λέξες;
4) αιμάσσω, αφαιμάσσω, αφαίμαξις (ουσ.): Τα συνθετικά των λέξεων και η σημασία τους.
5) όστρεον (το) ή όστρακον (το): Τί κυριολεκτικά σημαίνει η λ.
6) τακούνι (το.) Η ετυμολογία του.
7) κάλτσα: Ιταλ. λέξις από παρερμηνία. Η αντίστοιχος ελληνική λ;
8) χειραφετώ, ναρκοθετώ, χειροδικώ: Τα συνθετικά των λέξεων.
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (58) ΕΔΩ .
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.
1) θα-μών (ο) < (έν) θα + μένω-συχνάζω. Σταθμός. < ί-στα-μαι + (έν)θ (α) + μ ένω).
2) τρικυμία τρίς + κύμα. (τρία αλλεπάλληλα σε συχνότητα κύματα.)
3) Μάκτρον < μακτερόν < μακτικόν < ρίζα μασ-, μαζ - (πρβ. μάζα, μαζεύω, μαστός) = αυτό που μαζεύει, σκουπίζει. Χειρόμακτρον (το) = η πετσέτα χειρών. Ποδόμακτρον =η πετσέτα ποδών. Προσόψιον = η π. προσώπου.
4) αιμάσσω < αιμάχσω = αίμα + χέω-χύνω. Αφαιμάσσω < από + αιμάσσω = αφαιρώ αίμα από κάποιον (κυριολεκτικά ή μεταφορικά.) ουσ. αφαίμαξις (η) < αφαίμακσις < αφαίμαχ σ ις.
5) όστρακον (το) < ό(λον) + στερεόν < στερεακόν.
6) τακούνι (το) < τα (πρβ. τά πης, γεν. τά πητος) + κουνι(έμαι).
7) κάλτσα (ιταλ. πόδι) = περιπόδιο, ποδείον. (πρβ. ρ. κλωτσώ < καλτσώ < calcio: ιταλιστί το κλωτσό-ποδό-σφαιρο.)
8) χειραφετώ < χείρας (πατρικής προστασίας και ευθύνης λόγω ενηλικιώσεως του τέκνου) + αφίημι-αφήνω – αφαιρώ. Ναρκοθετώ, νάρκας τίθημι-θέτω. Χειροδικώ. < χείρας + δίκη. (δια των χειρών, δέρω-δέρνω, αποδίδω δικαιοσύνην.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου