ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑ-ΛΕΞΙΓΝΩΣΙΑ
Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.
Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.
Είναι η γλώσσα των Θεών.
«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Κικέρων)
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (60)
1) κούραση (η): Ποια η καταγωγή της λ;
2) νέφος: Τα συνθετικά και η σημασία της λ.
3) νηνεμία: Το αυτό ως ανωτέρω.
4) Μάκαρ-μακάριος: Η ετυμολογία της λ.
5) ώρα, οπώρα, φθινόπωρον.
6) ψηλά και ψιλά. Ομόηχα. Γιατί ορθογραφικώς διαφέρουν;
7) άγριος: Η ετυμολογία και πρώτη σημασία της λέξεως.
8) Τί φαύλος και τί Παύλος;
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (59) ΕΔΩ .
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.
1) κούραση –κούρασι < μεσαιων. ρ. κουράζω = τιμωρώ κάποιον δια κουράς (πρβ. και κορόιδο και ρ. κοροϊδεύω) μεταφορ. = η εκ της τιμωρίας αυτής κόπωσις, βασανιστήριο.
2) νέφος (το) < νή (πρβ. επιρρ. ά-νε-υ, λατινογενή No, non, never κ.λ.π. ) + φως. = το άνευ φωτός, σκοτεινόν.
3) νηνεμία: <νηανεμία <νη + ά-νεμος = η άπνοια.
4) Μάκαρ, μακάριος = ο μακρινός. Μτφ. ο μακράν των ανθρωπίνων αισθήσεων ευρισκόμενος ουράνιος θεός, θεοί.
5) ώρα = καιρός, εποχή. (πρβ. ώριμος = ο εις την ακμήν, την εποχήν του ών.) οπώρα (η)< όπ (πρβ. όψις < όπ-σις (η) ) + ώρα = ο ώριμος την όψιν καρπός δένδρου, μτφ. και επί ανθρώπων ( πσραδ. ¨η ωραία γάμου¨ = η εις εποχήν, ηλικίαν γάμου γυνή ) Φθινόπωρον (το) < φθίσις + οπώρα = η εποχή ωριμάνσεως, πτώσεως και συλλογής των καρπών.
6) ψηλός (ο) εκ του υψηλός < υπσηλ-ός <υπ-έρ + άλ. (πρβ. άλ-μα. (το) .) επιθ. ψιλά (τα) = τα ολίγα, αρχ. ψιλοί (οι) ( οι ελαφρώς οπλισμένοι ) < ρίζα ψιλ- (πρβ. ψαλί-ς-ψαλ-ίδα(η), ψιχάλα (η) αλλά και ψύλ-λος (ο).)
7) άγρ-ιος (ο)= ο τον αγρόν καλλιεργών, ο αγρ-ότης.
8) Παύλος εκ του ρ. παύω(= σταμάτημα, ( παραδ. ¨τελεία και παύλα.¨ ) πρβ. ουσ. ανάπαυσις (η) , παύλα (η), πύλη (η).) Επιθ. φαύλος (ο) (εκ παραφθοράς του ¨παύλος¨ ) = ο μη έχων παύλα, όρια, ο αυθάδης, κακοήθης, οχλώδης, αδιόρθωτος.
1 σχόλιο:
2) νέφος: Τα συνθετικά και η σημασία της λ.
Νέφος από την λέξη Νεφέλη. Σύννεφο , όγκος ή σωρεία νεφών..." σμικροῦ νέφους ἐκπνεύσας μέγας χειμὼν " μας λέει ο Σοφοκλής.
Είναι μάζα συμπυκνωμένων υδρατμών πάνω από το έδαφος, υπό μορφή ορατής συγκέντρωσης υδροσταγονιδίων, παγοκρυοτάλλων ή μίγματος και των δύο.
Δημοσίευση σχολίου