ZEYΣ ΕΛΑΥΝΩΝ


Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (73)

ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑ-ΛΕΞΙΓΝΩΣΙΑ

Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.

Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.

Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.

Είναι η γλώσσα των Θεών.

«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»

 (Κικέρων)

Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις

το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων

κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.

(Πλούταρχος) 

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (73)   

1)  Ο λέξις χορός πώς ζωγραφίζει και την εικόνα του χορού;   

2)   αγγείο (το): Πώς η ετυμολογία του δηλώνει και το σχήμα του;  

3)  έλεγχος (ο):  Τι ετυμολογκή σχέσι έχει με την ελευθερία;

4) μανιπουλάρω: Στα καθαρά ελληνικά πώς λέγεται;

5) καράς μαύρος. Είναι περσοτούρκικη λέξις ή ελληνικής προελεύσεως  (αντιδάνειο) όπως ο κατής (=δικαστής;)

6)    λωποδύτης. Πώς ετυμολογείται και η γλωσσική σχέσι του με τον κλέπτη.  

7)  πτωχός. Πώς προέκυψε η λέξις;  

8)  σκάφος : Δηλώνει το σχήμα του. 

Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (72) ΕΔΩ.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.

1)  χορ-ός < χέρ-ι (το) (αρχ. η χείρ) απεικονίζει την δια της λαβής-(πιάσιμο) των χεριών εκτέλεσι του χορού.

2) αγγ-είο (πρβ. άγ-χος, αγχέμαχο όπλο) δηλώνει το ¨στενό¨ στόμιο της υγράς πληρώσεως-γεμίσματος του σκεύους.

3)  έλεγχος < ελ- (πρβ. έλ-ευσις (η), ελ-ίσσομαι, ρ. αορ. ήλ-θα) + εγχ- (πρβ. εγχ-ειρίζω) = ¨βάζω χέρι¨ στην διέλευσι, εμποδίζω.

4) μανιπουλάρω (λατ. manus (πρβ. λαβο-μάνος = χειρονιπτήρ-ας, μανίκι) + pull ( = άγω, σύρω) = χειραγωγώ.  

5) καράς και κόραξ, αντιδάνειο εκ τουρκ. καράς (= μαύρος) < από το κόρα-ξ,  το μαύρο χρώμα του κόρακος.         

6) λωποδύτης < λωπ-ή (= τσέπη, θύλακας) + δύτης (= ο βουτηχτής) = ο βάζων, βουτών το χέρι στην τσέπη. (πρβ. κ-λέπ-της = ο βάζων χέρι κατά την τσέπη.)

7) Ουσ. ο πτωχός < ρ. πίπτ-ω και πέφτ-ω = (κυριολεκτικώς) ο ξεπεσμένος.

8) σκάφος (το) < φο-ύσ-κα (η), (ρ. φυσώ, φουσκώνω) = το φουσκωτό, πεπλατυσμένο σκεύος και αντικείμενο (πρβ. σκάφη, φυσούνα (η).) .         

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

4)χειραγωγώ