Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.
Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.
Είναι η γλώσσα των Θεών.
«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Κικέρων)
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (123)
1) ουσ. ασυδοσία (η): Τα συνθετικά και η ερμηνεία του.
2) ουσ. πολύτροπος (ο,η): Η ετυμολογία του.
3) ουσ. ασυναρτησία (η): Η σχέσι του με το ¨άρτιος¨και ¨προσαρτώ.¨
4) ουσ. πελάτης (ο): Η ερμηνεία του.
5) ουσ. πιάτο (το.) γιατί είναι ιταλικό αντιδάνειο;
6) ομηρικό επιθ. αγχιβαθής (ο,η) (νήσος): Τα συνθετικά του και η σημασία του.
7) επιθ. αμφιδέξιος, επιδέξιος, αδέξιος: Τα συνθετικά και η ερμηνεία των.
8) ουσ. κομήτης, κόσμος (ο). Από ποιες λέξεις προέρχονται;
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (122) ΕΔΩ.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.
1) ασυδοσία < ασυνοδευσία < α + συνοδεία = η έλλειψις ελέγχου εξωτερικού ή αυτοελέγχου. πρβ. συνων. ακολασία (= η έλλειψις κωλύματος-εμπόδίου-χαλινού).
2) πολύτροπος < πολύ + τρόπος = ο μη μονοκόμματος, ευέλικτος, εύστροφος, ανοικτόμυαλος. (αντώνυμο: μονότροπος, ξεροκέφαλος, αμετάπειστος, αγύριστο κεφάλι.)
3) ασυναρτησία < α(νευ) + συν + άρτώ = η μη έχουσα λογική ακολουθία λέξις ή πρότασις. άρτιος = ο ολοκληρωμένος και άρα ανεξάρτητος. προσαρτώ< (προθ.) προς + αρτώ = προσδένω, επισυνάπτω.
4) πελάτης < πέλας , ρίζα πλ- (πρβ. πόλος, πλησίον, πλησιάζω) = ο συχνάζων εγγύς τινος, ο ακόλουθος, ο εξηρτημένος.
5) πιάτο < ιταλ. piato < ελλ. πλάτος, πλατύ.
6) αγχιβαθής (νήσος) < άγχι (= εγγύς, πλησίον, πρβ. άγχ-ος, αγχ-όνη) + βάθος = η μη έχουσα ρηχήν θαλασσίαν πρόσβασιν-ακτήν νήσος.
7) αμφιδέξιος < αμφί (συνολικά, και στα δύο) + δεξιά. = ο εξ ίσου ικανός και στα δυο χέρια. Επιδέξιος < επί + δεξιά = ο έχων δεξιότητες. αδέξιος < α(νευ) + δεξιά = ο ατάλαντος, ο άπειρος, ο μη έχων δεξιότητες.
8) κομήτης < κόμη ( πρβ. κομμωτής, κομμωτήριο, ομηρ. ¨καρηκομόωντες Αχαιοί¨) = το έχον ουρά ωσεί κόμην, διάττων αστήρ, πεφταστέρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου