ZEYΣ ΕΛΑΥΝΩΝ


Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (82)

ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑ-ΛΕΞΙΓΝΩΣΙΑ

Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.

Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.

Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.

Είναι η γλώσσα των Θεών.

«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»

 (Κικέρων)

Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις

το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων

κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.

(Πλούταρχος) 

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (82) 

1) ρ. μπορώ: Πώς προήλθε η λέξι και τι σχέσι έχει με το εμπόδιο (το).  

2)  Λέμε ¨της τρελής¨ αλλά μήπως πρόκειται για το  ¨τοις τρελοίς όπως λέμε ¨τοις μετρητοίς;¨

3)  ρ. αναδεύω (= ανακατεύω) και αναδευτήρ(ας) (ο).  Η ετυμολογία των.

4) σεσημασμένος (ο) (επιθετικοποιημένη μτχ. μέσου παρακ.) (ο):  τίνος ρήματος είναι;


5)     άβυσσος (η). Γιατί τα δύο σίγμα, και γιατί δεν είναι περιττά όπως και τα δύο ταύ της  Αττικής;

6)  επιρρ. περαιτέρω: Η ετυμολογία του.  

7)  like, dislike. Πώς αποδίδονται ελληνιστί;

8)  ουσ. τροχός (ο): Ποιο το ρήμα προελεύσεώς του.   

Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (81) ΕΔΩ .

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.

1) ρ. μπορώ: παραφθορά του ευπορώ (= τα βγάζω πέρα. )  εμπόδιο < εν + πόδι. (βάζω στα πόδι κάποιου πρόβλημα-εμπόδιο.)

2)  Πρόκειται για το δεύτερο, τοις τρελοίς όπως λέμε και ¨βρέξοι, χιονίσοι¨ διότι λανθάνει η αρχαία ευκτική (οι προς διάκρισιν της ευκτικής εγκλίσεως από οριστική και υποτκτική.) Αλλά αυτά λόγω προοδευτικού λαϊκισμού¨ είναι ψιλά γράμματα για τους ινστρούκτορες της οχλοκρατίας.

3) ρ. αναδεύω: < ανα (ξ-ανά) + δεύω. (πρβ.  ρ. δέ-ω-δένω γύρω-γύρω,  και πρβ. κλα-δεύω.)

4) σεσημασμένος, -η, ον.  Επθετικοποιημένη μετοχή παρακειμ. του ρ. σημαίνομαι (=σημειώνομαι)

5) άβυσσος < α (στερ,) + βυθ + σωρ) –ός.  

6)  περαιτέρω < πέραν + έτερον (= το πέρα από κάτι υπάρχον. )

7)  like-dislike = αρεστό, μη αρεστό.

8)  ουσ. τροχ-ός (ο) < ρ. τρέχ-ω.       

Δεν υπάρχουν σχόλια: