ZEYΣ ΕΛΑΥΝΩΝ


Σάββατο 9 Απριλίου 2022

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (54)

ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑ-ΛΕΞΙΓΝΩΣΙΑ

Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.

Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.

Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.

Είναι η γλώσσα των Θεών.

«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»

 (Κικέρων)

 
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις

το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων

κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.

(Πλούταρχος) 

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (54)

1) ολοφύρομαι: τα συνθετικά και η ετυμολογία της λ.

2) έτερον ¨απόρροια¨ και έτερον  ¨απορία.¨ Γιατί;

3) Ποια η σχέσις των λ. λεχώ, λόχος, αλέκτωρ και αρχ. ουσ. άλοχος (= ομόκοιτος σύζυγος.)  

4) Γιατί κατηγορουμένη το σωστό και όχι κατηγορούμενη;     


5)  Λέμε τυρός (τε) τηγμένος. Είναι επιθετικοποιημένη μετοχή παρακειμένου αλλά τίνος ρήματος;

6)    υπερήφανος: Πώς φαίνεται ετυμολογικώς το ¨το τουπέ¨του;  

7)  ¨εργένης¨ είναι τουρκική ελληνοποιημένη λέξις. Πώς φαίνεται αυτό και με ποια λέξι ελληνική αντιστοιχεί;

8) Ποια η εννοιολογική –διό και ορθογραφική – διαφορά των ομοήχων λέξεων: εξάρτυσις-εξάρτυμα και αντιστοίχως εξάρτησις-εξάρτημα;     

Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (53)  ΕΔΩ.  

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.

1)  Ολοφύρομαι < όλον+ φύρα (<πύρα <πυρά)+ ομαι (κατάληξις ρήματος) = ξηραίνομαι ολόκληρος εκ του θρήνου (όπως το φύραμα και η φρυγανιά από την φλόγα πυρός) ως αποβάλλων μεταφορικώς λόγω δακρύων πάσαν σωματικήν υγρότητα.

2)  απόρροια < από + ρέω (πρβ. διάρροια, ρινόρροια κ.λ.π.)    απορία < α(στερητικόν) + πέρας = το αδιέξοδον (κυριολεκτικώς της πορείας και μεταφορικώς του λόγου.)  Ενώ άπορος < ά+ πόρος = ο άνευ χρηματικών πόρων . αντι. Εύ-πορος = ο πλούσιος.

3)  Κοινό θέμα όλων αυτών το  σύμπλεγμα λχ < λκ <κλ (πρβ. κλ-ίνη, κλ-ινική) που σημαίνει την κατάκλισιν, στάσιν και ενέδραν (πρβ. ρ. ελ-λοχεύω. Παρ. ελλοχεύει= παραμονεύει  κίνδυνος ). Όθεν  Λεχώ = η κλινήρης λόγω τοκετού μήτηρ. Λόχος = το ενεδρεύον, παραμονεύον στρατιωτικόν τμήμα.  Αλέκτωρ (ο) (α (στερ.) + λέκτρον = ο εγείρων λόγω πρωινού λαλήματος τους ανθρώπους εκ της κλίνης-λέκτρου των. Άλοχος (η) < α(επιτατικόν) + λόχος = η σύζυγος, η ομόκοιτος , η κοιμωμένη δια βίου εις την ιδίαν κλίνην μετά του συζύγου της.  

4) Ως ομόηχοι λέξεις ¨κατηγορουμενη και κατηγορουμενοι¨ και προς διάκρισιν αυτών το μεν θηλυκόν ¨η κατηγορουμένη¨ τονίζεται στην παραλήγουσα το δε πληθυντικόν  αρσενικόν ¨ οι κατηγορούμενοι.¨  εις την προπαραλήγουσαν.

5)  τετηγμένος = Μτχ. Παρακ. του ρ. τήκομαι (πρβ. ουσ. τήξις (η) π.χ. των πάγων, εύτηκτο) = λιώνω. (ενεργητικής αλλά και μέσης διαθέσεως.)

6) υπερήφανος < υπέρ + φα(ί)ν-(ω, ομαι.) + ος (κατάληξις.) = ο φαν-ερώνων, επιδεικνύων την υπερ-οχήν αυτού.

7) Το ¨εργένης¨ φαίνεται ως ξένη λέξις  διότι ετυμολογικώς η έστω ρίζα ¨εργ-¨ δεν ¨σημαίνει,¨ δεν ερμηνεύει ορθώς την λέξι αυτή (εργένης ως κάτι σχετικό με την εργ-ασίαν) ) εις την ελληνικήν γλώσσαν όπως τας λέξεις π.χ. έργ-ον, εργ-άτης, εργ-ασία,αν-εργ-ία,  εργ-οστάσιο κ.λ.π. Αντίστοιχοι ελλ. λέξεις: μοναχόβιος και μονήρης (ο) < μόνος + ρέ-ω, ρεύ-ω.    

8)  Εξάρτησις, εξάρτημα  (ρ. αρτώ, πρβ. συνθ. ρ. αν+αρτώ) = Αυτό που συνδέεται, αρμονικά ή αναγκαστικά, με κάτι άλλο.  ενώ εξάρτυσις (ρ. εξ-αρτύω, πρβ. επιθ. άρτ-ιος, άρτος, άρτυμα ) =  αυτό που συμπληρώνει κάτι άλλο, εξοπλισμός, εφοδιασμός. Το  δοχειόσχημον  γράμμα  ύψιλον ¨υ¨ εις πάσαν λέξιν δηλοί το παθητικόν τι και δεκτικόν πληρώσεως-εισδοχής όπως το δοχείον. Π.χ.εις τα ομόηχα (πηγή, πυγή, θύρα, θήρα) τα  πυγή (πρωκτός), θύρα (< τύρ-α, πρβ. τρύπ-α) με ύψιλον. Αντιθέτως το ήτα ¨η¨ δηλοί ενεργητικόν τι και εξωτερικευόμενον. Πχ. πηγή (εκ του εκ-πηδώ) , θήρα(< τηρα, < τηρώ, παρα-τηρώ)  πρβ. και πήρα(η) =καμπούρα, ανά-πηρος κ.λ.π.      

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

2 Από+ροή=απορροή
Α(στερητικό)+ πόρος (εφόδιο) = 'Απορος

ΛΥΚΑΣΤΡΟΣ είπε...

1) ολοφύρομαι: τα συνθετικά και η ετυμολογία της λ.

Ολοφύρομαι, ὀλοφύρρω = θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω .
(«φίλοι δ' ἅμα πάντες ἕποντο πολλ' ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.)

Ολοφύρομαι από το ολόφυς / όλοφυς, ολοφυδνός που σημαίνουν οίκτος, θρήνος,έλεος σύμφωνα με το λεξικό του Ησύχιου.