(Ωδάρχης, Αρρίων, Μειδίας, Αγριμέδων)
Τα τούβλα κτίζουν τοίχους που σκοτώνουν τους ήχους. Λευκοί φόνοι, ανίδεοι στόχοι, αθέατοι θάνατοι.
Μεμυημένοι κατ’ όνομα. Κατ’ ουσίαν συνωμόται ομιλημένοι, προκατειλημμένοι.
Τα νοσοκομεία των ψυχών, η ψυχαγωγία των αμαρτωλών. Ω Πανυγεία μου!
Εκεί δούλοι ελληνόσποροι, εδώ ελεύθεροι τουρκόσποροι. Στα χέρια του ανέμου ένα αμφίβιο φτερό.
Η μοναξιά είναι μια άδεια κλειστή φιάλη που πνίγει τον αέρα της.
Κουρασμένα ευχολόγια, αηδιασμένα συγχωρητήρια, απολιθωμένοι τρόποι.
Μια παρέλασις θαυμάτων μπροστά τους. Κι αυτοί αλλού, θερμοί επί ψυχροίσιν.
Αντέχεται άρα τόση αφόρητος υγεία, τόση απαίσια καλοπέρασι!
Σε μια καμπή του χρόνου χωρίς ίχνος πόνου πεθαίνουν τα δέντρα.
Ουδείς προφήτης στον τόπο του και κανείς ποιητής στην γειτονιά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου