Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.
Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.
Είναι η γλώσσα των Θεών.
«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Κικέρων)
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (77)
1) ουσ. συνδαιτημών (ο): τα συνθετικά του εξ ών προκύπτει και η ερμηνεία της λ.
2) ρ. πλειοδοτώ: τα συνθετικά και η σημασία της λ.
3) ουσ. κέραμος (η): Η ετυμολογική ερμηνεία του.
4) Γιατί πεδίον (πεδιάδα) με έψιλον και παιδίον με άλφαγιώτα;
5) ουσ. σωτηρία: η ετυμολογία και σημασία της λ.
6) αγών (ο), αγωνία και γωνία (η), γόνυ (το) και γάμα (γράμμα) τι εννοιολογική έχουν σχέσι ;
7) ουσ. φιλαρέσκεια, αιρεκακία (η): τα συνθετικά των λ. και η ερμηνεία των.
8) ουσ. ευπροσήγορος (ο): η ετυμολογάι της λ.
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (76) ΕΔΩ .
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.
1) επιθ. συνδαιτημών (ο) < συν+ δαίτα (πρβ. έδε-σμα, εδώδιμα) + μέν-ω, ομ-ού = ο συντρώγων, ο ομοτράπεζος.
2) ρ. πλειοδοτώ < πλείονα- περισσότερα (πρβ. ουσ. πλεόνασμα (το)+ δίδω (ουσ. δοτός, δόσις) = προσφέρω περισσότερα.
3) ουσ. κέραμος (ο) (πρβ. κεραμίδι (το) ) < κρ-άμα, (πρβ. κρ-ούστα, κρό-κος) + άμ-μος= το εξ άμ-μου - πηλού και ύδατος πλασθέν.
4) πΕδίον (το) πρβ. πεζ-ός, πηδ-ώ, δάπεδ-ον, δη< γη. ΠΑΙδίον < παίω = κτυπώ (προς φρονηματισμόν) (πρβ. ρ. πάσχω, αορ β¨. έ-πα-θον.)
5) Ουσ. σωτηρία (η) < σώον+ τηρώ = φυλάττω, φροντίζω να σώσω κάποιον.
6) γωνία (πρβ. ρ. γύ-ρος, γυ-ρίζω) = κάμψις, α-γωνία, (πρβ. α-γών, αγών-ισμα) = η άνευ γωνίας-κάμψεως στάσις και δράσις τινός επί ενός θέματος και η εξ αυτού ανησυχία.
7) ουσ. φιλαρέσκεια (η) < φιλώ + αρέσ(κ)ω = αγαπώ το αρέσκειν εις τους άλλους, η αυταρέσκεια, φιλαυτία . Χαιρεκακία (η) < χαίρω + κακό = (επι) χαίρω δια το κακό του άλλου.
8) ευπροσήγορος (ο) < ευ+ προς+ αγορεύω = ο εξωστρεφής και ευκολομίλητος, ο ανοικτός σε συζητήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου