Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.
Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.
Είναι η γλώσσα των Θεών.
«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Κικέρων)
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (144)
1) ουσ. Άβυσσος (η): Γιατί το διπλό σίγμα;
2) ρ. εν. αορ.: κατέλαβε και κατάλαβε: τί σημαίνουν αμφότερα και γιατί;
3) ουσ. καινοτομία (η): τα συνθετικά του και η ερμηνεία του.
4) επιθ. αειθαλής, αμφιθαλής (ο,η) τα συνθετικά και η ερμηνεία των.
5) ουσ. ακολασία (η): η πρώτη σημασία του.
6) επιθ. αμφίρροπος (ο,η): τα συνθετικά και η σημασία του.
7) ουσ. αμετροέπεια (η): Η ετυμολογία του.
8) επιθ. χιονοσκεπής (ο,η): τα συνθετικά και η σημασία του.
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (143) ΕΔΩ.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.
1) άβυσσος < α(νευ) + βυθ-σος (ετεροίωσις του θήτα εις σίγμα) = η άνευ βυθού.
2) το σωστό είναι ¨κατέλαβε¨ αμφοτέρωθεν (εσωτερική αύξησις οριστικής αορίστου β΄, ρ. λαμβάνει, έλαβε, κατά + έλαβε = κατ έ λαβε). Αλλά λόγω εκβαρβαρισμού της γλώσσης, και ενώ είναι ταυτόσημα, το μεν ¨κατέλαβε¨ (καταλαμβάνω) επεκράτησε να σημαίνει εκυρίευσε το δε ¨κατάλαβε¨ (καταλαβαίνω) κατενόησε.
3) καινοτομία < καινόν (= καινούριο, καινουργές) + τομή (< τέμνω) = η χάραξι νέου σχεδίου.
4) αεί + θάλλω (<θάλπω) = ο αεί σφύζων (θερμός) από ζωτικότητα (πρβ. ζεστός), ο αγέραστος. Αμφιθαλής < αμφί + θάλλω = ο ομοπάτριος και ομομήτριος αδελφός. Αντιθ. ο ετεροθαλής, ο εκ του ενός γονέως αδελφός.
5) ακολασία < α(νευ) + κολάζω (= τιμωρώ) = ο ατιμώρητος και κατ’ επέκτασιν ο λόγω ατιμωρησίας εκφυλισμός.
6) αμφίρροπος < αμφί + ρέπω = ο κλυδωνιζόμενος να καταπέσει εις μία ή την άλλη κατεύθυνσι.
7) αμετροέπεια < α(νευ) + μέτρον + έπος (πρβ. είπα ) = ο εκτός δεοντολογίας, μη πρέπων, απρεπής λόγος.
8) χιονοσκεπής < χιών + σκέπη (ρ. σκεπάζω) = ο γεμάτος, καλυπτόμενος από χιόνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου