Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.
Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.
Είναι η γλώσσα των Θεών.
«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Κικέρων)
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (109)
1) ρ. μπορώ, μπαίνω, βγαίνω: και όμως είναι παρεφθαρμέναι σύνθετοι λέξεις.
2) ρ. ταϊζω: Πώς προήλθε;
3) ρ. εξορκίζω. Τι κυριολεκτικά σημαίνει;
4) ουσ. τάπη-ς, γεν. -τος (τάπητας) και χλωροτάπης (ο): Πώς ετυμολογείται;
5) επιθ. ασύλληπτος, γιατί δύο τα λάμδα, και ασύλητος ένα;
6) επιθ. αμοιβαίος και αμφίδρομος. Ποια η εννοιολογική των διαφορά;
7) ρ. σπρώχνω. Παρεφθαρμένη προφορά τίνος ρήματος;
8) επιθ. παρθένος, άμωμος, αμύμων (ο.η). Τι το κοινόν έχουν;
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (108) ΕΔΩ .
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.
1) μπορώ < ευ+πορώ. μπαίνω < εμ+βαίνω< εν+βαίνω. βγαίνω < εκ+βαίνω.
2) ταϊζω < φαϊζω.
3) εξορκίζω < έξ-ω + ορκίζω (< όρκος < είργω = εμποδίζω, αποκλείω, φυλακίζω, πρβ. ειρκτή (η) = φυλακή και απ-εργ-ία = αποκλεισμός, εμποδισμός εργασίας.) Θρησκ. όρκος = ο προστατευτικός για τους εντός αυτού κύκλου από την επίδρασι του εκτός κύκλου αποκλειομένου κακού.
4) τάπης, (ανασυλλαβισμός) < πατώ = το εφ’ ού πατώμεν. Χλωροτάπης = ο πράσινος της χλωρίδος τάπης.
5) ασύλληπτος < α+συ ν+λ ήψις (<λαμβάνω.) ετεροίωσις του συμπλέγματος νλ σε λλ. ασύλητος < α+ συλώ = ο μη συλημένος όπως ο ναός.
6) αμοιβαίος < αμφί +βαίνω = αυτό που έρχεται εκ παραλλήλου με κάτι άλλο. αμφίδρομος = ο αμφοτέρων (και των δυο) κατευθύνσεων δρόμος.
7) σπρώχνω < παραφθορά του εις +προς+ωθώ = προωθώ προς τα μέσα.
8) παρθένος < παρά + θείου+ νού. = ο έχων θείαν πνευματικήν αγνότητα και ως εκ τούτου άπειρος και αγύμναστος ως προς τα ανθρώπινα σκληρά βιώματα και πάθη. Άμωμος, αμύμων (πρβλ. μομφή, άμεμπτος) = ο άσπιλος, αμόλυντος.
1 σχόλιο:
3) ρ. εξορκίζω. Τι κυριολεκτικά σημαίνει;
Εξορκίζω από το έξορκος...δηλαδή αυτός που ορκίζει ..«ἔξορκος βοὰ κήρυκος ἐσθλοῦ» . Η φωνή του κήρυκα που καλεί τους αθλητές να δώσουν τον όρκο, σύμφωνα με τον Πίνδαρο.
Και από το αυτός που ορκίζει σε κάτι ιερό στις μέρες μας έγινε αυτός που απομακρύνει τα πονηρά πνεύματα.
Δημοσίευση σχολίου