(Ωδάρχης, Αρρίων, Μειδίας, Αγριμέδων)
Ένας αγουροξυπνημένος ποιητής έριχνε τα ευαίσθητα δίχτυα του να συλλάβη το θαύμα της ανατολής.
Ήρα έλεγαν την γηίνη ατμόσφαιρα των νόσων και των παθών. Πιο πέρα ο Απόλλων τάιζε τα δελφίνια του απηγορευμένους λωτούς.
Η θρησκεία είναι γυναίκα και η γυναίκα θρησκεία έγραφε. Εξ ού και τα κουνιστά φουστάνια των ιερέων.
Κάπου στον μακραίωνα ορίζοντα, κάλπαζε το ιππικό του μέλλοντος, ανέμελοι καταναλωταί του απείρου.
Το ατελείωτο τέλος ενός απερίγραπτου κόσμου. Τώρα όλοι εναποθέτουν τας ελπίδας των εις τα γυμνά χέρια των ουρανών.
Εδίδασκε κι μοίραζε κινδύνους και υπερηφάνεια, το έπος του ανθρώπου. Η ανοησία όμως έχει τους πιο γλυκείς και πειστικούς προφήτας.
Όταν ο δυνατός δεν έχει δίκιο, μπορεί το ίδιο κι ο αδύνατος. Έμαθε ότι δυο άδικοι συνεννοούνται καλύτερα από δυο δικαίους.
Τώρα που τα παντζούρια της εγκατάλειψης γέρνουν σαν βλέφαρα κουρασμένα απ’ την κραιπάλη του ηλίου.
Εδώ είναι το φυτώριο της δυστυχίας, η ψυχική κοπριά που λιπαίνει όλες τις διανοητικές αρρώστειες.
Συννεφιασμένοι και σκυθρωποί από τις κακουχίες του έρωτα κάθισαν κι έπιναν απ’ αυτά τα ελληνιστικά ποτά που εξυμνούν τις βαρειές απώλειες της ειρήνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου