Αρχή σοφίας ελληνικών ονομάτων επίσκεψις.
Η ελληνική γλώσσα ομιλείτο πολύ πριν από την 2α π.Χ. χιλιετία και ευρίσκετο σε υψηλό επίπεδο τελειότητας.
Είναι η βασίλισσα των Γλωσσών.
Είναι η γλώσσα των Θεών.
«Ει Θεοί διαλέγονται, την των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Κικέρων)
Όθεν άριστα λέγεται παρά τοις φιλοσόφοις
το τους μη μανθάνοντας ορθώς ακούειν ονομάτων
κακώς χρήσθαι και τοις πράγμασιν.
(Πλούταρχος)
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ (63)
1) ¨τσούλα¨ (η) και ¨τσούπα¨ (η). Τι σημαίνουν και πώς προήλθον αι ιδιωματικαί αυταί λέξεις;
2) Τι σχέσι έχουν ο δρόλαψ (δρολάπι) με το δράπανο (δρεπάνι);
3) Λακωνία (η): Πώς ετυμολογείται;
4) Γιατί δραπ-έ-της και γιατί επ-αί-της;
5) ¨Την σκαπούλησε¨ λέμε; Τι σημαίνει και τί σχέσι έχει με το ¨ιππικό¨ καπίστρι;
6) ¨Μπορεί¨, ¨αμέ¨ : Δεν φαντάζεσθε ότι είναι αρχαία παρεφθαρμένα.
7) άπνοια (η), άπλοια (η): Η ετυμολογία και η σημασία των.
8) ¨Τσάκω-νε (προστ.) ¨ λέμε και ¨στα τσακίδια.¨ Τί λέει η … ¨κατσίκα¨ για όλα αυτά;
Οι απαντήσεις από το προηγούμενο Νο (62) ΕΔΩ .
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αι απαντήσεις του Λεξιθήρος.
1) τσούλα (η) < ιταλ. ciulla = παιδίσκη, κοράσιο, κοριτσάκι. Η κατάληξι -ούλα είναι χαϊδευτικό, κανακευτικό στα ελληνικά. Παραδ. Φατσούλα, τοσοδούλα, μικρούλα κ.λ.π. (Πρβ. και τσουλί, και τσόλι (τραγίσιο σκληρό στρωσίδι και τσολιάς που φέρει τέτοια υποδήματα.) τσούπα (και τσουπί) < κιούπα < κοπέλλα.
2) το σύμπλεγμα δρ- σημαίνει κάτι το δρ-αστικό, απότομο και αποσπασματικό. Το δρολάπι είναι μια σύντομη όσο δυνατή βροχή όπως και το δρεπάνι κόβει κάθε φορά ένα μεγάλο μάτσο στάχυα.
3) Λακωνία, όπως λάκκος, λακούβα αγγλ. lake, λίμνη, λιμήν.
4) δραπέτης ( ουσ. απόδρασις (η), αρχ. ρ. από-διδράσκω) αόρ. < δραπε- (αναγραμματισμός) < απέδρα-ν. Επαίτης < επί + αιτώ= ζητώ, ζητιάνος. (πρβ. αίτησι.)
5) ρ. σκαπουλάω. < scapolare. Ιταλικό δάνειο. Πρβ. και αγγλ. escape = δραπετεύω. Καπίστρι (στοματοδέτης επί ζώων) < λατιν. Capistrum. Capio = συλλαμβάνω. ( capitano, captain, καπετάνιος.)
6) μπορώ < παραφθορά του ρ. ευπορώ. Αμέ < αρχ.ελλ. αμήν.
7) άπνοια < α (νευ)+ πνοή. Άπλοια < ά(νευ) + πλέω, (πρβ. πλεύσις, πλοίον.)
8) Ρ. τσακώνω = πιάνω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι. (Παραδ. ¨τον έκαναν ¨τσακωτό¨) Κατσίκα= αυτή που πιάνεται και αναρριχάται στα βραχώδη και υψηλά για βοσκή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου