(Ωδάρχης, Αρρίων, Μειδίας, Αγριμέδων)
Ήταν μια μυσταγωγία, μια ιεροτελεστία του ύψους, έξω από την καθιερωμένη γραφική οχλαγωγία.
Βοή απ’ το υπερπέραν, βροντή απ’ το επέκεινα: Η ζείδωρος αύρα των ανατάσεων.
Εφόρεσε το ένδυμα της φλογός και είδε την συμμετρία αλλιώς. Ψάρια στον βυθό, αλεπούδες στο δόκανο.
Αφού δεν ξεχωρίζουν ποτέ ιερότης και φυσικότης, αγνότης και πραγματικότης.
Είχαν μια πειθώ που σημάδευε τους ουρανούς. Δεν ζητούσαν μια ξεπερασμένη λύτρωσι ούτε κι ένα υποθηκευμένο έλεος.
Με της βροχής τα βήματα, της μνήμης τα ποιήματα. Οι επίδοξοι ανάδοχοι του προσεχούς.
Η εποχή ήθελε διογκωμένα χαμόγελα και μια πολυφωνία υποταγής. Μια επίπεδο ανακούφισι.
Αφροδίσια τέρατα του γενετήσιου βόθρου. Θεατρίνους του καλού καιρού.
Και ορεινά ιερά κατάγματα της μισής αυτοκτονίας, της απολύτου παράνοιας και θανατολατρίας. Όπου ο πιο πιστός ο νεκροζώντανος.
Χωρίς εθνικό νεύρο όμως πώς να υπάρχοι εθνική δομή, ψυχή και φωνή;
Έδειχναν αλαζονικά, περιφρονητικά, τους ηττημένους αμίλητους τάφους αυτού που δεν θα ηττηθή και δεν θα πεθάνη ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου